ΙΙ

287 33 144
                                    

Δύο χρόνια αργότερα

Ήταν μια όμορφη μέρα του Μαΐου. Μια μοναδική και σπάνια μέρα. Μια μέρα που ο ήλιος, ενώ συνήθως κρυβόταν ακόμα πίσω από σύννεφα, έκανε κορδωμένος την βόλτα του στον γαλάζιο ουρανό. Οι αχτίδες του έλουζαν γενναιόδωρα με το φως τους τα πάντα, κάθε μικρή γωνιά του τοπίου. Τρύπωναν και από την πιο μικρή χαραμάδα των σπιτιών. Όλα ριγούσαν από τη ζεστασιά τους. Οι αχτίδες έφτιαχναν στα έπιπλα και τα πρόσωπα των ανθρώπων αυτές τις υπέροχες θερμές σκιές που τα κάνουν όλα να μοιάζουν πιο κομψά και που αρέσει τόσο στους ζωγράφους να παλεύουν να φτιάξουν στον καμβά τους.

Έτσι εισέβαλλε το φως του ήλιου και στη σάλα του μεγάλου σπιτιού των Λίντσεϊ εκείνη την ημέρα, από τα παράθυρα. Οι μελιτζανί κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, ώστε ούτε σταλιά από αυτό το φως να μην χάνεται. Να πέφτει στο χαλί, στις καλυμμένες με μεταξωτό ύφασμα πολυθρόνες, στην ταπετσαρία του τοίχου και στους πίνακες που ήταν κρεμασμένοι πάνω του, στο μεγάλο ρολόι με το εκκρεμές και φυσικά στο ξύλινο σκαλιστό πιάνο με ουρά, κοντά στο πιο μεγάλο παράθυρο.

Η Ίζαμπελ πάντα το θεωρούσε υπέροχο που το πιάνο ήταν τοποθετημένο εκεί. Γιατί καθώς έπαιζε, μπορούσε να κοιτά έξω. Αυτό, ειδικά το καλοκαίρι, την έκανε πιο ευδιάθετη. Και έτσι γέμιζε φως το δωμάτιο. Κι όλα έμοιαζαν διαφορετικά.

Η Ίζαμπελ ήταν ένα κορίτσι αδύνατο και ντελικάτο, σχεδόν ασθενικό, με κατάξανθα μαλλιά, λευκό δέρμα, πράσινα εκφραστικά μάτια και ελαφρώς γαμψή μύτη. Καθόταν στο πιάνο, φορώντας ένα γαλάζιο ανεπίσημο φόρεμα, και έπαιζε ένα λυπητερό αλλά ανάλαφρο βαλς του Σοπέν. Τα λεπτά και εξασκημένα δάχτυλά της χόρευαν πάνω στα ελαφρώς κιτρινισμένα πλήκτρα, σχηματίζοντας την γλυκόπικρη μελωδία του κομματιού.

Η λαίδη Μάργκαρετ, στην κουνιστή της πολυθρόνα δίπλα στο πιάνο, άκουγε και κοίταζε σχολαστικά, όπως πάντα. Ήταν μια ηλικιωμένη χήρα δύο αντρών, που υπήρξε κάποτε γκουβερνάντα της μητέρας των κοριτσιών και τώρα γκουβερνάντα δική τους. Μια ψηλή κι επιβλητική παρουσία, με γκρίζα μαλλιά, ρυτιδωμένο δέρμα και φουντουκί μάτια. Η λαίδη Μάργκαρετ ήταν ο άνθρωπος που θα ήθελε ο καθένας να έχει κοντά του. Νοιαζόταν πιο πολύ από τον καθένα για την Ίζαμπελ και την μεγαλύτερη αδερφή της, την Έιντα, αλλά ήταν μαζί τους απερίγραπτα αυστηρή.

Η Έιντα, μια μελαχρινή κοπέλα με πράσινα μάτια σαν της αδερφής της και μπούκλες στα μαλλιά, περίμενε υπομονετικά σε μια πολυθρόνα να τελειώσουν η λαίδη Μάργκαρετ και η Ίζαμπελ για να αρχίσει κι αυτή το μάθημά της. Οι Κυριακές για τις δύο αδερφές Λίντσεϊ, κόρες της Μαίρης και του Χέρμπερτ Λίντσεϊ, που είχε πεθάνει εδώ και έναν χρόνο, σήμαιναν έναν μαραθώνιο μαθημάτων με την ηλικιωμένη γκουβερνάντα. Το πρωί μάθημα πιάνου, το μεσημέρι μετά το φαγητό μάθημα καλών τρόπων και το απόγευμα προς βράδυ μάθημα χορού.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now