XLVII

159 17 126
                                    

Αυτή η ώρα που το μεσημέρι αργά και νωχελικά έδινε τη θέση του στο απόγευμα ήταν συνήθως η πιο ζεστή της ημέρας. Η κάψα του καλοκαιρινού ήλιου έφτανε στο απόγειό της, κι εκείνη την ημέρα του Ιουνίου ο ήλιος είχε στρογγυλοκαθίσει σε όλο του το μεγαλείο επάνω από την πόλη της Σαϊγκόν, τρυπώνοντας παντού, χωρίς να αφήνει ούτε μια χαραμάδα που να μην καίγεται από τη ζέστη και να λάμπει από το φως των αχτίδων του. Τους χτυπούσε όλους στο κεφάλι και τους έκανε να αναζητούν απελπισμένα μια σκιά μέσα στη μεγάλη πόλη. Ωστόσο, η ζωή συνεχιζόταν, το πηγαινέλα των ανθρώπων, των ζώων και των κάρων, η αγορά του λιμανιού και πάνω κάτω όλα αυτά που συνέβαιναν στη Σαϊγκόν μια συνηθισμένη μέρα όταν μεσημέριαζε.

Ο Τουάν είχε ξεχάσει σχεδόν πώς ήταν η Σαϊγκόν όταν μεσημέριαζε, είχε ξεχάσει πόσο ζεστός και δυνατός ήταν ο ήλιος τα καλοκαίρια. Είχε καιρό να περπατήσει στην αγορά, να κοιτάξει την πολύβουη πόλη γύρω του. Ήταν επιτέλους στον κόσμο όπου ανήκε. Όλοι είχαν την όψη του, ήταν ντυμένοι σαν κι εκείνον, μιλούσαν τη γλώσσα του. Του είχε λείψει πολύ ο ήχος των βιετναμέζικων, σε ένα καράβι όπου άκουγε μόνο αγγλικά με προφορές κάθε είδους για οχτώ χρόνια. Το να μουρμουρίζει βιετναμέζικα ολομόναχος ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από το να τα ακούει από όλους. Γύρισε για μια στιγμή και κοίταξε την έρημη θάλασσα πίσω από την πλάτη του, τα πλοία που ήταν έτοιμα να ανοιχτούν και να ταξιδέψουν. Όχι, αυτό θα το άφηνε πια πίσω του, δεν θα έβγαινε πάλι στη θάλασσα. Ο Βασιλικός Δράκος έγινε μέρος της ζωής του χωρίς τη θέλησή του. Ήταν μια ιστορία που δεν θα επαναλαμβανόταν με κανένα πλοίο, ποτέ ξανά.

Τώρα ήταν ελεύθερος, χάρη στην καλοσύνη του αντιναυάρχου, για τον οποίο ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη.

Τα είχε λιγάκι χαμένα βέβαια• δεν ήξερε ακόμα πώς θα γινόταν ξανά μέρος της πατρίδας του, αφού όλα όσα θυμόταν πρέπει να είχαν αλλάξει ή χαθεί. Για ένα πράγμα όμως δεν ήθελε να σιγουρευτεί πριν το δει ή το ακούσει ο ίδιος. Για τη μοίρα της οικογένειάς του. Δεν μπορούσε να τους ξεχάσει ούτε να δεχτεί ότι ήταν όλοι νεκροί. Έπρεπε να ψάξει και να μάθει τι τους είχε συμβεί. Κάποιος θα ήξερε, δεν ήταν δυνατόν να είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης ξαφνικά.

Χώθηκε μέσα στην αγορά. Οι φωνές, το πλήθος και οι μυρωδιές τον περικύκλωσαν αμέσως. Γυναίκες και άντρες περπατούσαν ανάμεσα στους πάγκους, φορώντας καπέλα για να προστατευτούν από τον ήλιο. Μερικές μάνες έσερναν μαζί τους και τα μικρά τους παιδιά, που γκρίνιαζαν από τη βαρεμάρα και το πολύ περπάτημα. Οι πωλητές φώναζαν ο ένας πιο δυνατά από τον άλλον για να κατευθύνουν τους ανθρώπους ο καθένας στον πάγκο του. Πού και πού περνούσε από τον κεντρικό δρόμο κάποια γαλλική άμαξα ή κάποιο άλογο που είχε στην πλάτη του λευκούς κομψοντυμένους αποίκους. Ο Τουάν χαμογέλασε. Η Σαϊγκόν, τουλάχιστον, ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν, έστω και λίγο, από παιδί. Απολύτως τίποτα δεν είχε αλλάξει, πέρα από το γεγονός ότι η έχθρα μεταξύ αυτοκρατορικών και Γάλλων αποίκων είχε γίνει ακόμα πιο άγρια καθώς περνούσαν τα χρόνια.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now