ΧΧΙV

142 19 121
                                    

Η Έιντα κατέβηκε νυχοπατώντας τη σκάλα, με το νυχτικό να κυματίζει πίσω της. Στο χέρι της είχε ένα μικρό κερί. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στη σκέψη όσων μπορούσε να βρει στον δρόμο της. Κάθε φορά που άκουγε έναν μικρό ήχο σταματούσε αμέσως κι αφουγκραζόταν φοβισμένη. Όταν σιγουρευόταν πως δεν έτρεχε τίποτα, συνέχιζε το περπάτημα. Σε μια στιγμή, η σκέψη της ταξίδεψε στην αδερφή της. Λες κι εκείνη, κρυμμένη μέσα στον Βασιλικό Δράκο, να φοβόταν και να έτρεμε μην την βρουν; Και μάλιστα ακόμα περισσότερο από την Έιντα, γιατί μια τέτοια τροπή των πραγμάτων θα ήταν ίσως μοιραία για εκείνη.

Έφτασε στη σκοτεινή σάλα και συνέχισε λίγο πιο σίγουρη το περπάτημα, αφού έλεγξε τριγύρω για κάποια ανεπιθύμητη παρουσία. Η φλόγα του κεριού άρχισε να τρέμει κι η Έιντα του άλλαξε χέρι, ελπίζοντας να είναι πιο σταθερό στο δεξί της. Πόσο διαφορετικά έμοιαζαν όλα στο σπίτι τους τη νύχτα! Ποτέ δεν είχε αναλογιστεί πόσο τρομακτικά μεγάλο έμοιαζε μόλις έπεφτε ο ήλιος! Το φως έπεσε πάνω στο πιάνο και η Ίζαμπελ ήρθε ξανά στο μυαλό της. Την έδιωξε αμέσως. Τώρα έπρεπε να συγκεντρωθεί σ' αυτό που πήγαινε να κάνει.
Όλα ήταν βυθισμένα σε απόλυτη σιωπή, και το μόνο που ακουγόταν αμυδρά από τον κήπο ήταν ο άνεμος που φυσούσε κι έκανε τα φύλλα της μεγάλης βελανιδιάς να χορεύουν βίαια. Το θρόισμα του ανέμου μπορούσε εύκολα να μπερδέψει το μυαλό. Φορές φορές η Έιντα νόμιζε ότι άκουγε βήματα πίσω της, αλλά όταν γύριζε καταλάβαινε πως ο ήχος του αέρα την είχε ξεγελάσει και συνέχιζε τον δρόμο της με το φυλλοκάρδι της να τρέμει.

Πήγαινε να βρει τον κύριο Έντγκαρ στα δωμάτια του προσωπικού. Όσο ζύγιζε τα πάντα στο μυαλό της κι ετοίμαζε το σχέδιο που έπρεπε να εφαρμόσει για να ακολουθήσει τον πατριό της στο Λονδίνο, θυμήθηκε πως το μόνο της μέσο για να φτάσει εκεί ήταν η άμαξά τους. Ήταν σίγουρη πως αν του εξηγούσε το σχέδιο, ο αμαξάς θα την βοηθούσε με κάθε τρόπο. Έχοντας υπηρετήσει χρόνια τον πατέρα της και αγανακτήσει σίγουρα με όσα συνέβησαν από τότε που η μητέρα της παντρεύτηκε τον Γάλλο έμπορο, θα καταλάβαινε απόλυτα.

Ύστερα έπρεπε να βρει την Γουέντι και να ζητήσει κάτι κι από εκείνη. Ρούχα. Ρούχα κατώτερης τάξης, ώστε να μην ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος του Λονδίνου και να μην γίνει αντιληπτή από τον Μπουμπίλ. Με ένα απλό φτωχικό φόρεμα και μια σκούφια θα έκρυβε το πρόσωπό της και θα έδινε παραπλανητική εντύπωση για την καταγωγή της.
Αυτό ήταν όμως πιο δύσκολο κομμάτι. Η υποψία ότι κάτι συνέβαινε μεταξύ της υπηρέτριας και του πατριού της ίσως να στεκόταν εμπόδιο. Όμως ήταν σημαντικό αυτό που ήθελε να πετύχει και άξιζε το ρίσκο.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now