ΧΧΙ

170 22 71
                                    

Ο μυστηριώδης κλέφτης των τροφίμων είχε γίνει πλέον το πιο φοβερό και τρομερό κουτσομπολιό που είχε δει το καράβι εδώ και εφτά χρόνια. Δεν υπήρχε ναύτης που να μην το συζητάει, στο ξύπνημα, στα συσσίτια, στις βάρδιες, πριν τον ύπνο. Όλοι μιλούσαν για τον ατίθασο και λαίμαργο ναύτη που άρπαζε στα κρυφά φαγητό από το κελάρι, σαν κλεφτρόνι του δρόμου. Δεν τους έκαιγε και πολύ να τον τσακώσουν, τους άρεσε που νευρίαζε τον Μακμίλαν κάποιος. Ο μάγειρας είχε βγει εκτός εαυτού με την κατάσταση, και για να λέμε την αλήθεια, πολλοί πίστευαν πως το έκανε ο Άτκινσον, σαν εκδίκηση για όσα είχαν προηγηθεί λίγες εβδομάδες πριν.

Φορές φορές, ο Χάρι πλησίαζε τον Άτκινσον, έσκυβε από πάνω του φιλικά και του ψιθύριζε:
«Ξέρω ότι εσύ είσαι. Δεν πειράζει να το παραδεχτείς. Εγώ φίλος σου είμαι, δεν θα το πω»
Ήθελε πολύ να το πει, για να κερδίσει καμία μικρή χάρη από τον Πίνκερτον, αλλά και γιατί είχε ήδη στοιχηματίσει με αρκετούς ναύτες υπέρ του Άτκινσον. Έπρεπε όμως να είναι σίγουρος, αλλιώς θα έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του από όλο το καράβι.

Ο Άτκινσον τον κοιτούσε για λίγη ώρα, χωρίς να ξέρει με τι λέξεις να του απαντήσει, και τελικά ξεφυσούσε, φόραγε το καπέλο του και απομακρυνόταν νευριασμένος λέγοντας:
«Βρε, δεν με παρατάτε όλοι σας με τον Σκωτσέζο!»
Είχε βρει κι αυτός τον μπελά του. Όλοι τελευταία σταματούσαν μπροστά του τις κουβέντες, τον κοίταζαν παράξενα κι όλο και τον έπιαναν παράμερα και τον ρωτούσαν:
«Πες μας, εσύ το κάνεις; Δεν θα το πούμε, μη φοβάσαι»
Ένας κοντός ναύτης με κόκκινη μύτη, από αυτούς που είχαν στοιχηματίσει κατά του Άτκινσον, του έλεγε συχνά στο αυτί καθώς του πρόσφερε ένα τσιγάρο:
«Μεταξύ μας, εγώ ξέρω ότι δεν είσαι εσύ»
Τον χτυπούσε στον ώμο κι έλεγε πολλές φορές: «Θα δεις»

Ο Άτκινσον, αφού τελείωνε το τσιγάρο του, κουνούσε το κεφάλι του και μονολογούσε:
«Έχουν μουρλαθεί όλοι μέσα σ' αυτό το καράβι!»

Η κατάσταση με τον κλέφτη είχε ενοχλήσει πάρα πολύ τον καπετάνιο Πίνκερτον. Όταν καθόταν τα μεσημέρια στο γραφείο του για να υπολογίσει τη διαδρομή και άκουγε τις ζωηρές συζητήσεις που έρχονταν από το κατάστρωμα σχετικά με τον κλέφτη, το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι. Ένα τέτοιο μεσημέρι, νευρίασε τόσο πολύ, που βγήκε από την καμπίνα του για να κατσαδιάσει τους ναύτες, ξεχνώντας μάλιστα, μέσα στον θυμό του, να φορέσει το σακάκι και το καπέλο του.

Όταν οι ναύτες τον είδαν να ξεπροβάλλει έτσι, ένιωσαν τέτοια οικειότητα μαζί του, που εκείνος με την κόκκινη μύτη τόλμησε να τον ρωτήσει γελώντας:
«Εσείς τι λέτε, καπετάνιε; Άτκινσον ή όχι;»

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now