XΙV

164 23 83
                                    

Η Ίζαμπελ ξύπνησε αργά την επόμενη μέρα, προς τις πρώτες ώρες του μεσημεριού. Πέταξε την κάπα από πάνω της και ανακάθισε. Τέντωσε χέρια και πόδια και χασμουρήθηκε. Απ' ό,τι φαινόταν, της είχε λείψει για τα καλά ο ύπνος εκείνες τις βασανιστικές δύο εβδομάδες, όμως ευτυχώς, μετά την χθεσινή επίσκεψη της Ρόζας στην αποθήκη είχε αισθανθεί πιο ήρεμα και έτσι κατάφερε επιτέλους να αποκοιμηθεί κανονικά.

Η αλήθεια ήταν πως μέσα στην απελπισία της και το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν, η εμφάνιση της μις Ρόζας της φάνηκε πράγματι θεόσταλτη. Ξυπνώντας, άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε δει όνειρο, μήπως την είχε φανταστεί τελικά, μήπως η Αργεντίνα ήταν η ίδια η φωνή του μυαλού της που της έλεγε να κάνει κουράγιο και να μην χάσει την ελπίδα της. Που της είπε πως δεν έπρεπε να είχε φύγει.

Αυτή η σκέψη ακόμα τριβέλιζε το μυαλό της, από τότε που έμαθε πως το πλοίο στο οποίο βρισκόταν δεν ήταν άλλο από τον Βασιλικό Δράκο. Πράγματι, δεν έπρεπε να είχε φύγει. Δεν της έλειπε η μητέρα, ούτε ο Μπουμπίλ, όμως η Έιντα κι η λαίδη Μάργκαρετ είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται στις σκέψεις της συχνά. Ειδικά μετά από όσα της είπε η μις Ρόζα, η Ίζαμπελ μετάνιωσε που δεν έδωσε στην Έιντα μια ευκαιρία να εξηγήσει τι είχε συμβεί. Για τον Άντονι πια δεν την ένοιαζε και τόσο - παρ'όλο που ακόμα ένιωθε ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά της όποτε τον έφερνε στον νου της - αλλά η Έιντα ήταν αδερφή της κι είχαν περάσει μια ολόκληρη ζωή μαζί.

«Πρέπει να επανορθώσω» μονολόγησε. «Πρέπει να επιστρέψω οπωσδήποτε στην Αγγλία. Δεν ξέρω γιατί έφυγα, αλλά ξέρω τώρα πως θέλω απελπισμένα να ξαναγυρίσω»

Ανασκουμπώθηκε. Φυσικά ήθελε όσο τίποτα άλλο να βγει από την αποθήκη για να πάρει λίγο αέρα, όμως ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έτσι αρκέστηκε στο να τρίψει λιγάκι τα μάτια της, για να φύγει η ζαλάδα του ύπνου. Δίπλωσε την κάπα της και την ακούμπησε στην άκρη. Τα σκληρά μαλλιά της έπεσαν στα μάτια της και τα απομάκρυνε. Κάτι έπρεπε να κάνει και γι'αυτά• ήταν πολύ βρώμικα, όπως άλλωστε και ολόκληρο το σώμα της.

Δυνατοί ήχοι και βήματα απ' έξω φανέρωναν πως για τους ναύτες είχε έρθει η ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, η Ίζαμπελ μισάνοιξε την πόρτα και τους κρυφοκοίταξε. Άντρες και αγόρια ήταν στημένοι σε μια μακριά σειρά, κρατώντας από ένα τσίγκινο πιάτο. Το στομάχι της, όπως ήταν επόμενο, άρχισε να γουργουρίζει. Από τους ναύτες όμως ακούγονταν κυρίως βρισιές και επιφωνήματα αηδίας, στα οποία απαντούσε μια τραχιά φωνή με βαριά σκωτσέζικη προφορά. Πρέπει να ήταν ο κοκκινομάλλης, ο μάγειρας. Στην Ίζαμπελ φάνηκε αρκετά τρομακτικός όσες φορές μπήκε στην κουζίνα.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now