Η Έιντα ξύπνησε νωρίς το άλλο πρωί, με τα μάτια της να πονάνε. Δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Το κρεβάτι της της φαινόταν πως δεν τη χωρούσε. Κάμποσες φορές σηκώθηκε μέσα στη νύχτα, έτρεξε προς την πόρτα του δωματίου της και δοκίμασε να την ανοίξει, όμως κάθε της προσπάθεια κατέληγε σε αποτυχία. Η πόρτα παρέμενε κλειδωμένη, και το κλειδί κρεμασμένο στον λαιμό του πατριού της, ο οποίος για τιμωρία την άφησε να φάει το μεσημέρι αλλά την κράτησε νηστική το βράδυ. Η καημένη η Γουέντι της είχε φέρει το μεσημεριανό με μια μεγάλη μελανιά στην πλάτη, η οποία κρυβόταν κάτω από τα ρούχα της. Ο Μπουμπίλ είχε κάνει πάλι τη δουλειά του άριστα μαζί της και πλέον η Έιντα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σταματήσει. Καταπώς φαινόταν, ήταν καταδικασμένη να ζει από 'δω και πέρα με αυτόν τον ψεύτη στη θέση του πατέρα της.
Φορούσε ακόμα τα ρούχα της Γουέντι. Δεν είχε σκεφτεί να αλλάξει, ούτε το έκανε όταν της ήρθε τελικά στο μυαλό. Και να φορούσε τα ωραία της ρούχα, τι θα γινόταν; Ακόμα κλεισμένη στην μικρή της όμορφη φυλακή δεν θα ήταν; Καλύτερα με τα ρούχα της υπηρέτριας. Έτσι θα θυμόταν όταν άρχιζε να απογοητεύεται, πως τουλάχιστον είχε προσπαθήσει. Απέναντί της η θέα του φορέματος της Ίζαμπελ της έσκιζε ακόμα περισσότερο την καρδιά. Γιατί, γιατί δεν τα είχε καταφέρει; Είχε καλό σκοπό, ήταν τόσο αποφασισμένη και τόσο έτοιμη, οπότε γιατί ο Θεός δεν την άφησε να νικήσει τον απαίσιο αυτόν άντρα; Αφού του άξιζε, και μάλιστα λίγο του ήταν. Γιατί;
Δεν ήξερε κι ούτε ήθελε να ξέρει τι είχε πει ο Μπουμπίλ στη μητέρα της για να της εξηγήσει τον λόγο που την κρατούσε περιορισμένη μέσα στο δωμάτιο. Σίγουρα θα της είχε αραδιάσει ιστορίες για αγρίους για να την πείσει ότι στην Έιντα άξιζε μια τέτοια τιμωρία. Κι η κοπέλα φανταζόταν ότι το επόμενο βήμα θα ήταν το να την ξεφορτωθεί μια και καλή. Για κάποιο λόγο είχε το προαίσθημα ότι θα έβγαινε ξανά από το δωμάτιό της μόνο αρραβωνιασμένη με κάποιον που θα την έπαιρνε μακριά από το πατρικό της σπίτι, αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος στον πατριό της για να παίζει με τους αριστοκράτες τρώγοντας τα χρήματα του πατέρα της και να χρησιμοποιεί τη μητέρα της μόνο για το φαίνεσθαι, ενώ στο μεταξύ είχε την ερωμένη του να τον ικανοποιεί στα κρυφά.
Κρίμα, η Έιντα ήθελε πολύ να μάθει ποια ήταν τελικά η ερωμένη του, και καταπώς φαινόταν τώρα δεν είχε ευκαιρία να πραγματοποιήσει αυτή της την επιθυμία. Ανακάθισε στο κρεβάτι και έτριψε τα μάτια της. Της φαινόταν πως έκανε ψύχρα μέσα στο δωμάτιο, έτσι αγκάλιασε τα γόνατά της για να ζεσταθεί. Ήταν στην τέλεια στάση για να βάλει ξανά τα κλάματα. Όλα είχαν διαλυθεί, άρχισε να σκέφτεται και να πλέει ξανά μέσα στη μελαγχολία. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να βγουν από την δυστυχία που τους είχε προκαλέσει ο έμπορος Πιερ Μπουμπίλ.
Ή μήπως υπήρχε;
YOU ARE READING
Ο Βασιλικός Δράκος
Historical FictionΚαθώς τελειώνει ο χειμώνας του 1849-50, το εμπορικό ιστιοφόρο "Βασιλικός Δράκος" κάνει για πολλοστή φορά στην καριέρα του μια στάση στη Σαϊγκόν της Ινδοκίνας. Από εκεί μπαίνει στο πλοίο μια θρησκευόμενη νοσοκόμα, η Ρόζα, δηλώνοντας ότι είναι ανάγκη...