ΧΧΙΙΙ

147 23 137
                                    

Η Μαίρη Λίντσεϊ βημάτιζε νωχελικά στη σάλα. Δεν είχε και τίποτα να κάνει άλλωστε, αυτό το απόγευμα της πρώτης φθινοπωρινής Κυριακής, και απλώς ρέμβαζε. Ήταν σύνηθες φαινόμενο για μια γυναίκα της τάξης της να το κάνει αυτό και η λαίδη Αμέλια είχε φροντίσει να το επισημάνει αυτό στην κόρη της, ώστε η Μαίρη να μάθει από νωρίς ποια ήταν η θέση της. Ως σύζυγος ενός δικηγόρου στα ανώτατα δικαστήρια, φυσικά δεν της άρμοζε κανενός είδους χειρωνακτική εργασία, κι η Μαίρη ήταν ικανοποιημένη με αυτό. Δεν θα ήθελε να ισχύει το αντίθετο. Απλώς μερικές φορές ευχόταν να είχε κάτι για να γεμίσει όλες αυτές τις κενές ώρες που περνούσε ολομόναχη μέσα στην άδεια σάλα χωρίς κανέναν ήχο παρά την απόλυτη σιωπή για συντροφιά.

Πλησίασε το πιάνο, που ήταν ορθάνοιχτο παρά την απουσία του μόνου προσώπου στο σπίτι που το τιμούσε, και πάτησε μαλακά μια ψηλή νότα, που αντήχησε για λίγο στο άδειο δωμάτιο κι έπειτα έσβησε σαν να μην είχε παιχτεί ποτέ. Είχε μάθει κι εκείνη πιάνο όταν ήταν στην ηλικία της Ίζαμπελ, αλλά τα ξέχασε όλα με το πέρασμα των χρόνων. Ευχόταν να μπορούσε να γυρίσει πίσω ο χρόνος και τώρα να έβλεπε την λεπτεπίλεπτη σιλουέτα της Ίζαμπελ ριγμένη πάνω από τα πλήκτρα. Θα άπλωνε τότε τα χέρια της, θα της χάιδευε τα κατάξανθα μαλλιά και...Αχ, έπρεπε να το είχε καταλάβει ότι ερωτεύτηκε τον νεαρό Γουόρινγκτον! Άλλωστε κι εκείνη κάπως έτσι είχε ερωτευτεί τον Χέρμπερτ. Και τον Πιερ ύστερα από αυτόν.

Πάντοτε νόμιζε ότι μπορείς να αγαπήσεις αληθινά μόνο μια φορά. Αυτό της δημιουργούσε το ερώτημα μήπως κάποιος από τους δύο έρωτές της δεν ήταν αληθινός. Αλλά από την άλλη, έτσι έλεγε εκείνη, δεν ήταν νόμος το ότι μια φορά αγαπάς. Και ο άντρας της αλλά και ο Πιερ είχαν κάνει την καρδιά της να χτυπήσει όπως δεν είχε ξαναχτυπήσει ποτέ. Καημένη Ίζαμπελ! Την καταλάβαινε απόλυτα, αν είχε νιώσει κι εκείνη έτσι απέναντι στον ανιψιό του αντιναυάρχου. Αν το είχε πάρει είδηση νωρίτερα και το έλεγε στον Πιερ, τότε σίγουρα δεν θα συνέβαινε η παρεξήγηση.

Σήκωσε το χέρι της από το πιάνο και πλησίασε στο μεγάλο παράθυρο. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και τα γκρίζα σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί απειλητικά σε ένα σημείο. Ήδη μύριζε βροχή. Θα ποτίζε ο Θεός τον κήπο τους, να ξεδιψάσουν τα κλαριά της βελανιδιάς, από τα οποία κρεμόταν η κούνια, και στα οποία θαρρείς είχαν σταθεί να ξαποστάσουν παιδικά γέλια, που έμειναν εκεί παντοτινά, αντέχοντας στον καιρό.

Ένα απαλό περπάτημα τράβηξε την προσοχή της. Παρασυρμένη από τις σκέψεις που έκανε, περίμενε να γυρίσει το κεφάλι της και να αντικρίσει τη μικρή της κόρη. Όμως αμέσως θυμήθηκε πως εκείνη δεν βρισκόταν πια μαζί τους. Αντί για εκείνη, στην είσοδο της σάλας στεκόταν η Γουέντι με τη μακριά φούστα της υπηρέτριας κι ένα θλιμμένο ύφος, σαν σκυλί που το είχε μαλώσει ο ιδιοκτήτης του. Η Μαίρη την πλησίασε.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now