ΧΧVIIΙ

119 20 68
                                    

«Εδώ είμαστε, δεσποινίς»

Ο αμαξάς σταμάτησε τα άλογα επιδέξια, αφού είχε ακολουθήσει σωστά τις οδηγίες του Ντέιβις. Η Έιντα ανασηκώθηκε αμέσως, ντροπιασμένη που την είχε πάρει ο ύπνος μέσα στην άμαξα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η εικόνα που είδε την παρηγόρησε και την γέμισε ευγνωμοσύνη: είχαν πράγματι φτάσει στο σπίτι με ασφάλεια, όπως της υποσχέθηκε ο κύριος Ντέιβις. Πρόλαβε την τελευταία στιγμή να διορθώσει τα ανακατεμένα της μαλλιά, πριν ο αμαξάς της ανοίξει την πόρτα.
«Ευχαριστώ» του είπε πιάνοντας το χέρι του για να κατέβει.

Είχαν σταματήσει έξω από την καγκελόπορτα φυσικά, αλλά η Έιντα ήταν σίγουρη ότι κάπου κοντά θα περίμενε ο Τσαρλς για να της ανοίξει. Γύρισε στον αμαξά.
«Παρακαλώ πείτε στον κύριο Ντέιβις ότι του είμαι απεριόριστα ευγνώμων για τη βοήθεια του» είπε. «Χωρίς αυτόν θα βρισκόμουν ακόμα στο σκοτάδι...και στο Λονδίνο»
Ο γκριζομάλλης αμαξάς χαμογέλασε αχνά.
«Φυσικά θα του το πω, δεσποινίς» απάντησε με σεβασμό.
«Ευχαριστώ» έκανε η Έιντα. «Αντίο σας»
«Αντίο και σε εσάς, δεσποινίς Λίντσεϊ»

Η άμαξα απομακρύνθηκε καθώς η Έιντα πλησίαζε προς την κλειδωμένη πόρτα του κήπου. Χτένισε την αυλή με τα μάτια της, ψάχνοντας για τον υπηρέτη που θα της άνοιγε. Αλλά κανείς δεν βρισκόταν έξω. Οι κουρτίνες στα παράθυρα του σαλονιού ήταν κλειστές. Έπρεπε μάλλον να περιμένει.
Ξεφύσηξε και έριξε μια ματιά πίσω της, στα γυμνά δέντρα και τα σκόρπια φύλλα. Το φύλλωμα της βελανιδιάς τους ανέμιζε, κάνοντας και την κούνια μαζί να λικνίζεται ελαφρά μπρος πίσω.

Ύστερα από μερικά λεπτά αναμονής ακόμα, στην πόρτα του σπιτιού εμφανίστηκε ο Τσαρλς, που άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά τον κήπο. Η Έιντα του κούνησε το χέρι έξω από την καγκελόπορτα και τα μάτια του έπεσαν αμέσως επάνω της. Έτρεξε να της ανοίξει με τα κλειδιά να κουδουνίζουν στο χέρι του.
«Γρήγορα, δεσποινίς Έιντα, ελάτε μαζί μου» της είπε. «Η μητέρα σας είναι στο μοναστήρι, αλλά ο κύριος Μπουμπίλ βρίσκεται στο σπίτι και θα περιμένει να εμφανιστείτε. Θα μπούμε από την κουζίνα. Έτσι δεν θα καταλάβει ότι γυρίσατε»
«Ευχαριστώ, Τσαρλς» είπε η Έιντα.
Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα, ενώ ο μπάτλερ την κλείδωνε ξανά, κι ύστερα τον ακολούθησε προς την πίσω σκάλα, όπου βρισκόταν η είσοδος για την κουζίνα, κάτω από το σπίτι.

Με το που πάτησαν το πόδι τους μέσα, βρήκαν τη μις Φράνι σκυμμένη πάνω από τις κατσαρόλες της, τις οποίες παράτησε αμέσως.
«Κοριτσάκι μου...ε, εννοώ δεσποινίς μου, είστε καλά;» ρώτησε γεμάτη ανησυχία, κοιτώντας τον Τσαρλς λες κι εκείνος ήταν υπεύθυνος για την περιπέτεια της Έιντα.
Η κοπέλα γέλασε σιγανά.
«Μια χαρά είμαι, μις Φράνι» αποκρίθηκε κι η μαγείρισσα κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι της.
«Κι ο κύριος Μπουμπίλ;» ρώτησε ο Τσαρλς. «Μπας και έφυγε από το σαλόνι καθόλου;»
Η μις Φράνι αμέσως κατσούφιασε.
«Πού τέτοια τύχη!» σχολίασε. «Έστειλα τη Γουέντι να κοιτάξει, αλλά τίποτα! Δεν κούνησε καθόλου, κάθεται και φυλάει σαν το σκυλί! Διαβάζει ταχάτες αλλά όλοι ξέρουμε τι θέλει!»

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now