Κι έτσι κάπως συνέχισε να κυλά η ζωή στο σπίτι των Λίντσεϊ. Η βροχή δεν κράτησε για πολλές μέρες, η ομίχλη και ο μουντός ουρανός όμως παρέμειναν πάνω από τα κεφάλια τους. Ο κύριος Έντγκαρ έβγαινε στον κήπο κάθε μέρα, ανήσυχος για τα φυτά και τα λουλούδια που τόσο φρόντιζε, και τα επιθεωρούσε για να βεβαιωθεί ότι άντεχαν στην κακοκαιρία που επικρατούσε ακόμη, αν κι ο Μάιος πλέον είχε μπει για τα καλά. Οι πρωινές απουσίες του Μπουμπίλ φυσικά συνεχίστηκαν, αλλά η Ίζαμπελ σταμάτησε να ακούει τις ιστορίες της Έιντα. Αρκέστηκε στη θεωρία πως ο πατριός της είχε να φροντίσει την επικείμενη αναχώρηση του πλοίου του.
Στο μεταξύ, για κάποιον άγνωστο λόγο, οι καλεσμένοι δεν σταματούσαν να έρχονται και να φεύγουν από το σπίτι τους εκείνη την περίοδο. Όλοι οι παλιοί φίλοι και γνώριμοι των Λίντσεϊ και των Κάρτερ περνούσαν από το σπίτι, περίεργοι να δουν τον πλούσιο Γάλλο γαμπρό της Μαίρης Λίντσεϊ. Δεν περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς να τους συντροφεύει κάποιος για το απογευματινό τσάι. Οι επισκέψεις αυτές συνήθως κρατούσαν αρκετή ώρα κι ήταν ιδιαίτερα θορυβώδεις. Στις πρώτες τρεις ή τέσσερις ήταν παρούσες κι οι κοπέλες, αργότερα όμως άρχισαν να βαριούνται, μιας και σε κάθε επίσκεψη συνέβαιναν τα ίδια πράγματα.
Ο Μπουμπίλ δεν ενοχλούνταν από αυτές τις επισκέψεις, αν και έρχονταν να τον δουν λες κι ήταν κάποιο ξεχωριστό έκθεμα σε ζωολογικό κήπο. Αντιθέτως, τις εκμεταλλευόταν, για να μιλά σε όλους για τον Βασιλικό Δράκο και το ξεχωριστό του εμπόριο με το Βιετνάμ, στην άλλη άκρη του κόσμου. Πλέον η Ίζαμπελ είχε μάθει την ιστορία για αυτό το πλοίο απ' έξω κι ανακατωτά, ακριβώς όπως την ξεφούρνιζε σε κάθε καλεσμένο ο Μπουμπίλ.
«Και τι εμπορεύματα πουλάτε, μεσιέ Μπουμπίλ;»
«Πολλά και διάφορα. Τα καλύτερα όλων. Φίνο μετάξι και ύφασμα, ευωδιαστά φύλλα τσαγιού, αγνή πορσελάνη, ρύζι, αλάτι και ζάχαρη» απαντούσε εκείνος με ύφος χιλίων καρδιναλίων.Οι γυναίκες έμοιαζαν να του έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία. Πάντοτε τον είχαν από κοντά, του χαμογελούσαν. Κάτι ασκούσε πάνω τους, κάποια άγνωστη μαγνητική γοητεία. Η Ίζαμπελ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς σ' αυτόν τον μυστηριώδη και τρομακτικά παράξενο άνθρωπο εκείνες έβλεπαν ομορφιά και γοητεία. Ίσως όπως την είδε κι η μητέρα της, η οποία πραγματικά δεν είχε πάρει είδηση τίποτα.
«Γιατί δεν μας μιλάτε πιο πολύ γι'αυτά τα μέρη που πάει το καράβι σας, μεσιέ Μπουμπίλ;» νιαούριζε η ανύπαντρη ακόμα αδερφή του πατέρα τους και χαμογελούσε, αποκαλύπτοντας το κενό στα μπροστινά της δόντια. «Είναι τόσο εξωτικά, τόσο άγρια και τόσο μυστηριώδη!»
«Πράγματι, άγρια, mademoiselle» απαντούσε εκείνος. «Ζέστη μέχρι θανάτου. Και τελείως παράξενοι άνθρωποι, σαν ζώα μέσα στη ζούγκλα. Ελάχιστα δείγματα του γαλλικού πολιτισμού θα βρείτε εκεί, κι αυτά τα καταδιώκουν οι συντηρητικοί αυτοκρατορικοί»
YOU ARE READING
Ο Βασιλικός Δράκος
Historical FictionΚαθώς τελειώνει ο χειμώνας του 1849-50, το εμπορικό ιστιοφόρο "Βασιλικός Δράκος" κάνει για πολλοστή φορά στην καριέρα του μια στάση στη Σαϊγκόν της Ινδοκίνας. Από εκεί μπαίνει στο πλοίο μια θρησκευόμενη νοσοκόμα, η Ρόζα, δηλώνοντας ότι είναι ανάγκη...