XXXVIII

148 19 99
                                    

Η ξανθιά κοπέλα με το σκισμένο φόρεμα στριφογύριζε με μανία επάνω στο στρώμα, παγιδευμένη σε έναν ταραγμένο ύπνο ανακατεμένο με θολές εικόνες και ήχους από όταν ήταν σχεδόν λιποθύμησε με τη Ρόζα και τον μάγειρα να διαπληκτίζονται έντονα από πάνω της. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει στο μυαλό της αν ήταν εφιάλτης ή όχι αυτό που έβλεπε, πως η Ρόζα είχε υποσχεθεί στον Μακμίλαν να του δοθεί με αντάλλαγμα τη σιωπή του, αν ήταν αλήθεια ή απλά ένα τρομακτικό ψέμα. Έσφιξε την κάπα στα χέρια της και κούνησε το κεφάλι της.

«Πες μου τι θέλεις για αντάλλαγμα για τη σιωπή σου, κι εγώ θα σου το δώσω»
«Νομίζω πως ξέρεις καλά τι θέλω»
«Θα το έχεις λοιπόν»

Όχι, όσο κι αν την πονούσε αυτό που είχε πάθει, δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, δεν μπορούσε να το επιτρέψει! Λυπόταν και μόνο που φανταζόταν την καλόκαρδη νοσοκόμα, την γυναίκα που την έσωσε, στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν εκείνη τώρα, πεταμένη στο πάτωμα με τα ρούχα σκισμένα, παράλυτη από τον πόνο και τη δυσάρεστη έκπληξη, ματωμένη. Αυτό δεν άξιζε σε μια τέτοια γυναίκα. Και κυρίως, δεν άξιζε μόνο και μόνο για να είναι καλά εκείνη.

«Όχι» ψέλλισε μέσα στον ύπνο της. «Όχι, μην το κάνετε!»
«Ξύπνα, κορίτσι μου, ξύπνα!»

Άνοιξε τα μάτια της με αγωνία και κοίταξε την Ρόζα που ήταν σκυμμένη από πάνω της. Είχε ξημερώσει πριν πολλές ώρες, κόντευε σχεδόν μεσημέρι. Φαίνεται εξαντλήθηκε τόσο πολύ που δεν κατάλαβε πόσες ώρες κοιμήθηκε. Έξω από την αποθήκη ακουγόταν κίνηση και φωνές από το καράβι που είχε ξυπνήσει. Οι κοπέλες ανέβαιναν στο κατάστρωμα με την άδεια του καπετάνιου για να πλύνουν τα ρούχα τους και γενικώς επικρατούσε μια ζωηρή ατμόσφαιρα από το πρωί. Αν η Ρόζα δεν είχε το μυαλό της σε αυτό που σκόπευε να κάνει μόλις θα έπεφτε το σκοτάδι, σίγουρα θα χαιρόταν αυτή τη ζωντάνια μεταξύ της μικρής κοινωνίας του πλοίου τους.

Η Ίζαμπελ έβλεπε καλά πως το βλέμμα της ήταν θλιμμένο. Βιαζόταν να της μιλήσει για τη συμφωνία, να τη ρωτήσει αν ήταν αλήθεια ή αποκύημα της φαντασίας της.
«Μις Ρόζα...» έκανε ξέπνοα, μα η νοσοκόμα της έγνεψε να σωπάσει και την χάιδεψε απαλά για να ηρεμήσει.
«Όνειρο ήταν, κοριτσάκι μου, πέρασε τώρα» είπε κι ύστερα από έναν αναστεναγμό πρόσθεσε: «Δεν μπορείς να το ξεχάσεις, έτσι;»

Η Ίζαμπελ όμως δεν πρόσεχε αυτά που της έλεγε. Σηκώθηκε και την έπιασε χωρίς να το καταλάβει σφιχτά από το μπράτσο.
«Μις Ρόζα, πείτε μου πως δεν είναι αλήθεια!» παρακάλεσε. Η Ρόζα την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια από την έκπληξη.
«Τι να μην είναι αλήθεια;» έκανε απορημένη. «Τι εννοείς;»
«Ο μάγειρας!» απάντησε η Ίζαμπελ και από αυτήν της την λέξη η Ρόζα φοβήθηκε πως τα είχε μάθει όλα, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει με ποιον τρόπο. «Του υποσχεθήκατε να τον αφήσετε να σας κάνει κι εσάς το ίδιο; Πείτε μου ότι το φαντάζομαι, πείτε μου ότι ήταν απλά το όνειρό μου!»

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now