XXXVII

126 17 85
                                    

Ο Πίνκερτον ήταν ξαπλωμένος άτσαλα στο κρεβάτι του. Δεν είχε βγει από την καμπίνα όλη μέρα και δεν σκόπευε να βγει. Όχι ύστερα από αυτό που είχε συμβεί. Μια δολοφονία στο ίδιο του το πλοίο, με θύμα τον πιο αγαπημένο του φίλο από όλο το πλήρωμα. Τι θα έκανε τώρα εκείνος χωρίς τον Τσάρλι; Ποιος θα ήταν πια το δεξί του χέρι; Ο Κλαρκ θα ήταν το ίδιο ικανός στο να χειρίζεται το τιμόνι του καραβιού; Αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα είχε κόψει όχι μόνο τα δάχτυλα του Άτκινσον και του Μακμίλαν, θα τους άφηνε και τους δύο χωρίς χέρια. Στο επόμενο ταξίδι θα τους έδινε από μια καλή αποχαιρετιστήρια κλοτσιά στον πισινό και δεν θα ταξίδευε μαζί τους ποτέ ξανά. Το είχε αποφασίσει.

Φορούσε ακόμα το σακάκι του και τις μπότες του. Δεν είχε κουνηθεί ρούπι από τη στιγμή που ξάπλωσε εκεί πάνω. Απλώς καθόταν και κοιτούσε το ταβάνι. Δεν άγγιξε τους χάρτες και τα γεωμετρικά εργαλεία του, δεν έριξε ούτε μια ματιά στα βιβλία. Ο Άτκινσον κι ο Μακμίλαν. Έπρεπε κανονικά να τους αρπάξει και να τους ρίξει στη θάλασσα, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Φονιάδες στο καράβι του! Και το ότι τσακώθηκαν απλώς για μια βρώμικη Χιλιανή τσούλα, ε, αυτό πραγματικά τον έβγαζε από τα ρούχα του! Για το ποιος θα την χαρεί πρώτος άξιζε να σκοτωθεί ο τιμονιέρης του; Άξιζε πραγματικά;

Δεν άντεχε, δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει για να φέρει τον εαυτό του στα συγκαλά του. Έξω ένα μπουρίνι είχε αρχίσει να κάνει το πλοίο να κουνιέται έντονα πέρα δώθε. Ο αέρας έφερνε παντού μέσα στο καράβι τη μυρωδιά της βροχής κι αυτή έπεφτε απαλά πάνω στα μικρά κύματα που τους έσπρωχναν με βιασύνη στη θάλασσα. Εξοχή αλλαγή του ανέμου, τους έδινε ένα παραπάνω προβάδισμα για να ξεκολλήσουν γρηγορότερα από την Αφρική, μα ποιος νοιαζόταν. Το μεγάλο πανί με τον ζωγραφισμένο δράκο φούσκωνε απέναντι στον αέρα και το ιστιοφόρο προχωρούσε πάντα μπροστά, χωρίς να σταματά το μακρύ του ταξίδι για κανέναν. 

Σκέφτηκε να βγει στο κατάστρωμα για να τον χτυπήσει ο άνεμος της θύελλας, μα όχι. Όχι, αν έβγαινε, όλοι οι ναύτες θα έτρεχαν καταπάνω του, θα του έριχναν εξεταστικά βλέμματα, θα τον ρωτούσαν. Ήθελε να μείνει εντελώς μόνος, να χαθεί στις σκέψεις του και να αφήσει αυτό το πένθος που ήταν ανάμικτο με οργή να τον γεμίσει, να βράσει μέσα του για τα καλά. Η μπουκάλα με το τζιν δεν ήταν αρκετή για να τον παρηγορήσει, ούτε η πίπα του κι ο φτηνός καπνός με τον οποίο τη γέμιζε. Αυτή τη στιγμή είχε την μεγάλη ανάγκη ενός άλλου φίλου του, που τον θυμόταν μια στις τόσες και τον χρησιμοποιούσε για να κατευνάζει τον ξερό βήχα που τον έπιανε πότε πότε.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now