XXXVI

135 18 122
                                    

Τη στιγμή που η πόρτα της άνοιξε απότομα, η Ίζαμπελ στεκόταν κοντά στον τοίχο, χωρίς να μπορεί να βγάλει από το μυαλό της το σκηνικό του τσακωμού. Τον Μακμίλαν να τραβάει το μαχαίρι, τον Άτκινσον να υψώνει μεθυσμένος τις γροθιές του, τον Τσάρλι να αιμορραγεί μέχρι θανάτου και τον καπετάνιο να κόβει τον αντίχειρα του Άτκινσον μπροστά στα μάτια όλων. Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσαν η Ρόζα και ο Τουάν όταν έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν αστειευόταν καθόλου όσον αφορά κάποια πράγματα. Εκείνη η αγριάδα που είχε δει στο βλέμμα του την φόβισε τόσο, που αν δεν υπήρχε παντού γύρω της ωκεανός, σίγουρα θα το έβαζε στα πόδια για να φύγει από το πλοίο.

Έτσι ήταν όλη μέρα, ακόμα εντελώς τρομαγμένη από όσα είχαν γίνει τα ξημερώματα. Τόσο που, ενώ νύσταζε, δεν μπόρεσε να ησυχάσει και να κοιμηθεί. Και το χτύπημα στην πόρτα της αποθήκης το μεσημέρι την έκανε να τιναχτεί όρθια, λες και δεν το είχε ξανακούσει ποτέ της.

Κι οι υπόλοιποι στο καράβι όμως δεν έμειναν ασυγκίνητοι. Ο καπετάνιος Πίνκερτον κλειδώθηκε στην καμπίνα του και δεν βγήκε για να δει τους ναύτες να ρίχνουν το σώμα του Τσάρλι στη θάλασσα. Η Ρόζα περιποιήθηκε σιωπηλή το τραύμα του Άτκινσον, χωρίς να του ρίχνει ούτε μια ματιά, κι ύστερα του έδεσε μαλακά το χέρι με ένα καθαρό μαντήλι. Σκεφτόταν πως ήταν πολύ ανόητοι και οι δύο, αυτός κι ο μάγειρας, που είχαν τσακωθεί για μια κοπέλα η οποία δεν ήταν ποτέ της κανενός. Δεν έφτανε που ήταν ιερόδουλη, ήταν κι η Σερένα. Αλλά προφανώς αυτό ήταν μονάχα η αφορμή για να αρχίσουν ξανά καβγά. Πραγματικά δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό όσον αφορά τους άντρες.

Ο Τουάν αναγκάστηκε να καθαρίσει το αίμα από το πάτωμα του καραβιού, ανακαλύπτοντας έτσι πως η θέα του τον επηρέαζε πιο πολύ απ' όσο νόμιζε. Αφού τελείωσε ξέπλυνε με μανία τα χέρια και το πρόσωπό του, έχοντας μια έντονη επιθυμία να λιποθυμήσει, που ευτυχώς όμως δεν ήταν γραφτό να πραγματοποιηθεί. Η συμπεριφορά του μάγειρα ωστόσο τον παραξένεψε. Περίμενε να τον δει να βρίζει, να ξεσπάει, ίσως και κάτι χειρότερο, αλλά αυτός απλώς εκτέλεσε τα καθήκοντά του με τον συνηθισμένο του τρόπο, για όλο το υπόλοιπο της μέρας. Μέχρι το βράδυ τουλάχιστον.

Γιατί το βράδυ, ενώ η Ίζαμπελ ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, άκουσε την πόρτα της αποθήκης να ανοίγει και να χτυπάει δυνατά στον τοίχο και γύρισε κατατρομαγμένη. Το φανάρι δεν της επέτρεπε να διακρίνει το πρόσωπο αυτού που στεκόταν απ' έξω, μα όπως παρατήρησε η Ίζαμπελ, φορούσε παντελόνι. Η καρδιά της την τρέλανε στο χτύπημα, καθώς ο άντρας αυτός με τους μεγάλους ώμους καθόταν εκεί και την κοιτούσε. Της φάνηκε πως παραπατούσε• μάλλον ήταν μεθυσμένος. Ένας μεθυσμένος ναύτης απέναντί της. Αυτό ήταν χειρότερο κι από τον χειρότερο εφιάλτη της. Μήπως ήταν εφιάλτης; Τσιμπήθηκε βιαστικά αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν ξύπνια και ο ναύτης στο κατώφλι πέρα για πέρα αληθινός.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now