ΙV

245 26 293
                                    

Το βράδυ ήρθε αρκετά γρήγορα, χωρίς εκπλήξεις και χωρίς εντάσεις, χωρίς κάτι ιδιαίτερο να έχει συμβεί. Το μόνο που συνέβαινε ήταν ότι μέχρι να φτάσει το βράδυ, η Ίζαμπελ τους έβρισκε όλους αμίλητους και χωρίς την παραμικρή διάθεση, και ήξερε καλά πως αυτή η κατάσταση οφειλόταν στην άφιξη του Μπουμπίλ.

Όλο και πιο στραβά πήγαιναν τα πράγματα με αυτόν τον άνθρωπο. Είχε τις παραξενιές του, αλλά κάπως τα κατάφερε και σήκωσε με αυτές ολόκληρη θύελλα. Έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή τους. Σίγουρα αυτό θα έκανε ένας νέος σύζυγος και πατέρας, όμως αυτός το είχε παρακάνει. Ήταν λες και γκρέμισε με τη μία τις σχέσεις όλων μέσα στο σπίτι. Σαν τσακωμένοι έμοιαζαν. Κι εκείνη ολομόναχη, στη μέση. Προσπαθούσε να κρατάει μια ισορροπία, να μαλακώσει την ατμόσφαιρα μεταξύ της μητέρας της, της Έιντα, του Μπουμπίλ, της λαίδης Μάργκαρετ. Ναι, ακόμα κι η πάντα μετρημένη και διακριτική λαίδη Μάργκαρετ είχε διαλέξει την πλευρά της, κι αυτή ήταν της Έιντα. Συμμεριζόταν απόλυτα την καχυποψία της μεγαλύτερης αδερφής της Ίζαμπελ σχετικά με τον Μπουμπίλ.

Μέσα στην απογοητευτική μοναξιά της, βαριόταν τόσο πολύ που ετοιμάστηκε για το δείπνο ήδη δύο ώρες πριν. Κάθισε να περιμένει στη σάλα, χαζεύοντας έξω, τον υγρό και σκοτεινό κήπο που είχε ποτίσει η βροχή, χαμένη σε σκέψεις. Δεν ήξερε αν η αποψινή βραδιά θα έκανε τα πράγματα καλύτερα ή χειρότερα. Προς στιγμήν καθόταν αμίλητη στο παράθυρο, μέσα στο επίσημο φόρεμά της, και περίμενε, ακούγοντας μόνο την αναπνοή της και τους χτύπους από το εκκρεμές. Η βροχή είχε σταματήσει εδώ και ώρα.

Κάτω, στην κουζίνα, η λαίδη Μάργκαρετ επέβλεπε την ετοιμασία του φαγητού από την μις Φράνι. Η Έιντα, η μητέρα κι ο Μπουμπίλ προφανώς απολάμβαναν μερικές στιγμές ξεκούρασης ώσπου να χρειαστεί να σηκωθούν να ετοιμαστούν κι εκείνοι για το γεγονός. Προσκεκλημένοι ήταν η λαίδη Αμέλια Κάρτερ, η γιαγιά των κοριτσιών, μητέρα της μητέρας τους, και ο σερ Ουίνστον Κάρτερ, ο αδερφός της Μαίρης Λίντσεϊ. Δεν τους έβλεπαν συχνά η Ίζαμπελ και η Έιντα, ωστόσο από όσο θυμόταν η Ίζαμπελ, η λαίδη Αμέλια ήταν αρκετά υποχόνδρια και ψηλομύτα και ο σερ Ουίνστον απότομος και ιδιότροπος. Οι περισσότεροι αριστοκράτες άλλωστε είχαν τέτοιες παραξενιές.

Αναστέναξε και έφερε μια βόλτα στην μεγάλη άδεια σάλα. Τα βήματά της αντηχούσαν μέσα στην ησυχία. Στον τοίχο κρέμονταν τα γνωστά τρία πορτραίτα που είχε μεγαλώσει κοιτώντας. Πλησίασε και, μικροκαμωμένη καθώς ήταν, σήκωσε αρκετά το κεφάλι της για να τους ρίξει μια ακόμα ματιά. Αριστερά, ο εντιμότατος δικαστής Λέστερ Λίντσεϊ, ο πατέρας του Χέρμπερτ Λίντσεϊ, με την άσπρη περούκα του δικαστηρίου στο κεφάλι, κι ένα ύφος που διαπερνούσε όχι το δέρμα σου, αλλά την ψυχή σου την ίδια.
Δεξιά ήταν η λαίδη Αμέλια. Χήρα καθώς ήταν, μεγάλωσε η ίδια τα παιδιά της. Την έτρεμαν όλοι οι οικείοι της, λόγω του πλούτου και της ισχυρής φύσης της, που μαρτυρούσε και η εξωτερική της εμφάνιση. Τα μάτια της ήταν τεράστια, σαν κουκουβάγιας, τα φρύδια της σμιχτά, το σώμα της γεμάτο, γεροδεμένο.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now