XLI

159 21 131
                                    

Για δες και πες μου MariaTsavala

Σαϊγκόν

Μέσα σε μια από τις πιο καλά κρυμμένες γειτονιές της Σαϊγκόν, μια φτωχογειτονιά η οποία κρυβόταν πίσω από τα ψηλότερα σπίτια στους παράλληλους δρόμους, και μέσα σε ένα ανάστατο ξύλινο καλύβι με δύο δωμάτια όλα κι όλα, τόσο πρόχειρο που νόμιζες πως θα το πάρει ο άνεμος με την πρώτη θύελλα, μέσα εκεί, η άνοιξη βρήκε τον Λονγκ Τσιέμ να κρύβεται.

Ο Λονγκ Τσιέμ δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή του έντιμος άνθρωπος. Ούτε έμπιστος. Ούτε αφοσιωμένος σε κανέναν. Ήταν αφοσιωμένος μόνο στον εαυτό του. Από πολύ νέος μυήθηκε στην τέχνη της υποκρισίας, όταν από φαρμακοτρίφτης της μαύρης συμφοράς κατάφερε να γίνει γιατρός, μαθητεύοντας έναν χρόνο κοντά σε έναν ξοφλημένο Γάλλο γιατρό. Απέκτησε έτσι χρήματα και υπόληψη. Όταν άρχισαν οι ταραχές μεταξύ των αυτοκρατορικών και των Ευρωπαίων, κάποτε επαιζε τον φίλο των Νγκουγιέν, καρφώνοντας Βιετναμέζους και λευκούς καθολικούς που ρίχνονταν αργότερα στις φυλακές. Έπειτα έπαιζε, αν τον συνέφερε βέβαια, τον φίλο στους Γάλλους, βοηθώντας τους όπως μπορούσε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο των εχθρικών φίλων του αυτοκράτορα. Κάποια στιγμή φυσικά τον ανακάλυψαν. Το αποτέλεσμα ήταν να θεωρείται προδότης και από τις δύο πλευρές, και να καταλήξει να κρύβεται κυνηγημένος σε εκείνο το καλύβι.

Δεν έβγαινε ποτέ του έξω. Δεν είχε κανέναν άνθρωπο δικό του στη Σαϊγκόν, και κανένας γνωστός του δεν θα δεχόταν να τον προστατέψει, γιατί όλοι τον θεωρούσαν κακό και προδότη. Στα παραθυρόφυλλα είχε καρφώσει σανίδια για να μην φαίνεται τίποτα από το εσωτερικό του σπιτιού. Το μακρύ γένι του είχε μακρύνει ανεξέλεγκτα. Μαζί του κρυβόταν και η Μάι, η κόρη του, μια πραγματικά πανέμορφη κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά, η οποία πλησίαζε τα είκοσι. Και άλλη μια μικρή γυναίκα, η οποία ήταν η μόνη που μπαινόβγαινε με χίλιες προφυλάξεις από το μικρό καλύβι. Όποιος κι αν έβρισκε τον Λονγκ Τσιέμ, είτε Γάλλος είτε φίλος των Νγκουγιέν, θα είχε πολλά να εκδικηθεί. Πλέον είχε μόνο εχθρούς. Κι όταν ένα ζώο έχει μόνο εχθρούς, συνήθως ταξιδεύει κάτω από τη γη, σε τρύπες και λαγούμια, ώστε να επιβιώσει. Έτσι λοιπόν έπρεπε να κάνει και ο Λονγκ Τσιέμ.

Η Κιμ ήταν γονατισμένη στο πάτωμα, στον κύριο χώρο της καλύβας. Με τα δύο λεπτά χέρια της που είχαν σκληρύνει από τη δουλειά - ακόμα και οι μύες στα μπράτσα της έσφιγγαν σιγά σιγά περισσότερο από το κανονικό - καθάριζε το πάτωμα με μια πατσαβούρα. Κάθε τόσο, γυρνούσε και την βουτούσε σε έναν ξύλινο κουβά γεμάτο νερό. Έτρεμε μην τελειώσει το νερό, και χρειαστεί να βγει μόνη της για να πάει στο πηγάδι. Τη μέρα δεν φοβόταν να κυκλοφορήσει στα στενά της Σαϊγκόν, έστω και μόνη, όμως τώρα που το σκοτάδι κάλυπτε την πόλη η ιδέα δεν την ενθουσίαζε διόλου. Ήταν ολομόναχη και ήταν κορίτσι και είχε μάθει πως όλα μπορούν να συμβούν.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now