VIII

181 26 127
                                    

Πέρασαν μέρες, σχεδόν δύο εβδομάδες από την επίσκεψη εκείνη στο σπίτι του αντιναυάρχου και το φιλί της Ίζαμπελ και του Άντονι. Αλλά για εκείνη δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα. Λες και κάποιος κούνησε ένα μαγικό ραβδί, όλες οι σκέψεις για τον πατριό, όλη η ανησυχία, όλα όσα τριγύριζαν στο μυαλό της Ίζαμπελ εδώ και τόσο καιρό, χάθηκαν. Έμεινε μόνο εκείνο το αίσθημα της λαχτάρας, η ανάμνηση του φιλιού που έκανε την καρδιά να χτυπάει και η ανυπομονησία να βγει και να τον συναντήσει.

Το δείπνο δεν σήμαινε έγκριση της αγάπης τους, ούτε ότι θα σταματούσαν να συναντιούνται κρυφά. Πλέον ήξεραν πως η αγάπη αυτή είχε μέλλον, αλλά προτιμούσαν να φέρονται σαν να την θεωρούσαν ακόμα καταδικασμένη. Είχε μια γοητεία αυτή η μυστική αγάπη. Τα κάγκελα εκείνα του κήπου έμπαιναν ανάμεσά τους κάθε απόγευμα, ανίκανα όμως να τους κρατήσουν μακριά πια. Ο Άντονι της έφερνε κάθε φορά κι από ένα νέο, φρέσκο αγριολούλουδο. Για όση ώρα βρίσκονταν, δεν άφηναν ο ένας τα χέρια του άλλου. Δεν φοβούνταν πια, και τολμούσαν ελεύθερα να ανταλλάξουν ένα φιλί. Όταν χώριζαν, εκείνος έφευγε κι εκείνη έτρεχε στο δωμάτιο, να βάλει το αγριολούλουδο στο βαζάκι, που σιγά σιγά γέμιζε.

Η Έιντα το έβλεπε και τη μάλωνε:
«Μια μέρα θα σας πάρει κάποιος χαμπάρι με όλα αυτά τα αγριολούλουδα!» έλεγε παλεύοντας να συγκρατήσει τα γέλια της.

Η Ίζαμπελ χρωστούσε τις καθημερινές συναντήσεις με τον αγαπημένο της και στην προθυμία της αδερφής της να τους καλύψει, εκτός των άλλων. Με την Έιντα ανακοίνωναν συνήθως πως θα έβγαιναν έναν περίπατο μετά το τσάι. Η λαίδη Μάργκαρετ τους έδινε το ελεύθερο. Περίμεναν τον Άντονι περπατώντας μαζί, κι όταν εκείνος έφτανε, η Έιντα έπιανε το βιβλίο ποίησης που κουβαλούσε μαζί της και καθόταν σε μια γωνιά κάνοντας πως διάβαζε. Αν οι δύο ερωτευμένοι κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτοί, τους έδινε το σύνθημα και η Ίζαμπελ έτρεχε κοντά της, ενώ ο Άντονι απομακρυνόταν από το σπίτι. Αν δεν ήταν εκείνη, μπορεί πολλές συναντήσεις να είχαν καταλήξει σε πανωλεθρία.

Το καλό της υπόθεσης ήταν ότι το καινούργιο αυτό καθήκον της Έιντα απορρόφησε την προσοχή της, έτσι οι υποψίες της για τον Μπουμπίλ παραγκωνίστηκαν. Υπήρχαν ακόμη, αλλά σπάνια επανέρχονταν στο μυαλό της όπως παλιά. Αυτό βοήθησε στο να ηρεμήσει το κλίμα στο σπίτι. Όλα άρχισαν να μπαίνουν σε ένα πιο ομαλό μονοπάτι. Για αυτό ευθυνόταν η αγάπη. Η Ίζαμπελ ήταν πολύ χαρούμενη που η αγάπη, αν και ήρθε σε εκείνη συγκεκριμένα, δεν έκανε μόνο στην ίδια καλό και βοήθησε να αλλάξει η κατάσταση της οικογένειας. Τη θεωρούσε πλέον δώρο από τον Θεό κι ανυπομονούσε για την ημέρα που με την χάρη Του, εκείνη κι ο Άντονι θα ενώνονταν σε ένα σώμα και μια ψυχή.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now