ΧΧV

133 18 52
                                    

Όταν ξύπνησε τα ξημερώματα, η Έιντα σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι για να χτενίσει τα μαλλιά της πρώτα πρώτα. Όλο το υπόλοιπο σπίτι ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Ούτε οι υπηρέτες δεν είχαν σηκωθεί ακόμη, πράγμα που την εξυπηρετούσε. Κοίταξε τα κοινά φτωχικά ρούχα της Γουέντι που ήταν απλωμένα στο κρεβάτι της, ένα μακρύ απλό φόρεμα, ένα σάλι, και μια σκούφια, ώστε να μην φαίνεται καθαρά το πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη της φορά που θα ντυνόταν σαν κοινή Λονδρέζα γυναίκα. Δεν είχαν - αλήθεια - το προνόμιο πολλές κοπέλες της τάξης της να εξερευνήσουν κι αυτήν την οπτική γωνία της ζωής.

Δεν κατάφερε να κοιμηθεί καθόλου από όταν ανέβηκε ξανά στο δωμάτιό της μέχρι το χάραμα. Η αγωνία την κράτησε με τα μάτια ορθάνοιχτα, να αφουγκράζεται κάθε ήχο από την κρεβατοκάμαρα της μητέρας της και του Μπουμπίλ. Μέσα της έτρεμε μήπως κάτι πήγαινε στραβά, μήπως αν έκλεινε τα μάτια της αποκοιμιόταν κι ύστερα ξυπνούσε χωρίς να προλάβει τον πατριό της, έτσι δεν κοιμήθηκε ούτε λεπτό. Η έξαψη την βασάνιζε και την έκανε να αλλάζει θέσεις στο κρεβάτι, να κλοτσάει τα σκεπάσματα και να μην μπορεί να ησυχάσει με κανέναν τρόπο.

Πέταξε το νυχτικό από πάνω της. Δεν φόρεσε κορσέ αυτή τη φορά, καθώς αυτό θα την πρόδιδε. Έριξε πάνω στο σώμα της το φόρεμα, το οποίο δεν χρειαζόταν καν κούμπωμα. Ευτυχώς της ταίριαζε γάντι, μέχρι και στα μανίκια. Τύλιξε και το σάλι στους ώμους της και φόρεσε τη σκούφια στα μαλλιά της, που τα είχε σφιχτοδέσει πίσω, σε έναν απλό κότσο. Ικανοποιήθηκε πολύ όταν κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και συνειδητοποίησε πως είχε γίνει αγνώριστη.
«Μπράβο μου» σκέφτηκε, «θα ζήσω και μια μέρα σαν φτωχή!»

Να ζήσει σαν φτωχή! Μόνο ο Θεός καταλάβαινε τι την ενθουσίαζε τόσο πολύ στην ιδέα, κι όχι μόνο εκείνη! Τούτη η τρελή επιθυμία υπήρχε σχεδόν σε κάθε σπίτι αριστοκρατών του Λονδίνου εκείνες τις εποχές. Οι αριστοκράτες πάντοτε έκαναν εικασίες και υποθέσεις και απορούσαν πώς θα ήταν άραγε να ζουν σαν φτωχοί. Στο μυαλό τους η φτώχεια ήταν κάτι ποιητικό και ρομαντικό, κάποιοι από αυτούς μάλιστα έλεγαν ότι οι φτωχοί είναι η αδυναμία του καλού Θεού. Ευτυχώς που έμεναν μονάχα στα λόγια, γιατί θα ήταν σκληρό γι'αυτούς να καταλάβουν ξαφνικά πως τα κρύα μικρά σπίτια, τα δύο γεύματα την ημέρα και τα έξι παιδιά που κοιμούνται όλα σε ένα κρεβάτι, δεν είναι στην πραγματικότητα και τόσο γοητευτικά όσο φαντάζουν στα μυθιστορήματα και τα ποιήματα.

Κι η μεγάλη ειρωνεία ήταν πως οι φτωχοί ονειρεύονταν κι εκείνοι να ζήσουν κάποτε σαν αριστοκράτες, για ξεκάθαρους λόγους. Αν ήταν πιο απλός ο κόσμος, όσο απλός ήταν στα ανεκπαίδευτα μυαλά τους, θα μπορούσαν εκείνοι κι ευγενείς να ανταλλάξουν θέσεις, κι όλοι τότε θα ήταν ευχαριστημένοι. Αλλά δυστυχώς ο κόσμος ήταν περίπλοκος και τα όνειρα έμεναν όνειρα. Οι εργάτες, οι μικρομαγαζάτορες και οι αγρότες έμεναν στα έγκατα της πυραμίδας, με τους ευγενείς να στέκουν περήφανα από πάνω τους. Σήμερα όμως μια αριστοκράτισσα είχε διασχίσει το μονοπάτι που τους χώριζε κι ετοιμαζόταν να κατέβει μαζί τους. Περίεργα πράγματα μπορούσαν να συμβούν στον περίπλοκο αυτό κόσμο καμιά φορά.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now