ΧΙΙ

159 25 98
                                    

«Δύο εβδομάδες! Δύο εβδομάδες πέρασαν κι ακόμα δεν έχουμε κάνει τίποτα ουσιαστικό για να τη βρούμε!»

Ο Άντονι Γουόρινγκτον βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στη σάλα του σπιτιού των Λίντσεϊ. Τα γαλανά του μάτια πετούσαν σπίθες. Είχε τα χέρια του ενωμένα σφιχτά πίσω από την πλάτη του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Και κυρίως δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του πόσο αφελείς ήταν οι Λίντσεϊ που το άφησαν να γίνει. Ήταν αδιανόητο για εκείνον. Αλλά όσο και να θύμωνε, από το μυαλό του δεν εξαφανιζόταν ούτε στιγμή και η ανησυχία, η λύπη, ο φόβος πως λόγω αυτής της ανικανότητας των Λίντσεϊ να το εμποδίσουν όλο αυτό, κάτι κακό θα της συνέβαινε.

Με το που πήραν το γράμμα του αντιναυάρχου Γουόρινγκτον οι γονείς του, απόρησαν και εκνευρίστηκαν, ειδικά ο πατέρας του. Τι είδους πράγματα ήταν αυτά, να κανονίζονται αρραβώνες από επιστολές, χωρίς να παρευρεθούν οι νέοι που επρόκειτο να σμίξουν, χωρίς οι ίδιοι να ξέρουν σε ποιον θα δώσουν το παιδί τους; Σκέφτηκαν να απαντήσουν στον αντιναύαρχο να λογικευτεί, επιλέγοντας πρώτα να δείξουν την επιστολή στον Άντονι και να τον ρωτήσουν τι συνέβαινε, μήπως υπήρχε πράγματι αίσθημα και προοπτική αρραβώνα, και μήπως δική του ήταν η έμπνευση για αυτό το παράλογο σκηνικό.

Ο Άντονι, μόλις διάβασε το όνομα της Έιντα στο γράμμα, τα έχασε. Δεν πρόλαβε καν να εξηγήσει στους γονείς του. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τρέξει αμέσως πίσω στο σπίτι του θείου του και να εξηγηθεί μαζί του, όπως και με εκείνον τον κύριο Μπουμπίλ και την αδερφή της Ίζαμπελ. Ήλπιζε μόνο να μην είχε μάθει τίποτα για εκείνον τον ψεύτικο αρραβώνα η Ίζαμπελ. Και δυστυχώς διαψεύστηκε, γιατί το πρώτο πράγμα που του είπαν οι Λίντσεϊ όταν τους είδε, ήταν ότι η Ίζαμπελ το έσκασε από το σπίτι μια ημέρα αφότου έφυγε για το Λονδίνο το γράμμα του αντιναυάρχου. Δεν ήξεραν πού είχε πάει.

Πρώτα τα έβαλε με την Έιντα, αλλά όταν έμαθε για το κόλπο που έκανε ο Μπουμπίλ στον θείο του, απολογήθηκε. Ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον τον συμβούλευσε να μην επιτεθεί στον Μπουμπίλ, για λόγους διπλωματίας, κι η Έιντα πρόσθεσε ότι θα ήταν καλύτερα να περιμένουν να εξακριβωθεί η απάτη του. Όμως φυσικά αυτό δε συνέβη. Ο κύριος Μπουμπίλ έκρυψε τις μηχανορραφίες του πίσω από τη μάσκα μιας τρομερής παρεξήγησης και η Μαίρη Λίντσεϊ δεν μπορούσε παρά να υποστηρίξει τον σύζυγό της.

Εδώ και μέρες, μια αποστολή με μέλη τον Μπουμπίλ, τον κύριο Έντγκαρ και τον Τσαρλς, αναζητούσε την Ίζαμπελ στο Λονδίνο χωρίς αποτέλεσμα. Ο Άντονι κι ο θείος του επισκέπτονταν τακτικά το σπίτι των Λίντσεϊ, ελπίζοντας να μάθουν κάποια νέα για την εξαφάνιση της κοπέλας. Τίποτα όμως. Κανένα ίχνος της πουθενά. Κι οι μέρες περνούσαν βασανιστικά. Ωστόσο ο κύριος Μπουμπίλ δεν σταμάτησε τις τακτικές του απουσίες, ενώ η μητέρα, ντυμένη στα μαύρα λες κι η Ίζαμπελ είχε πεθάνει, περπατούσε μέχρι ένα μοναστήρι που βρισκόταν στον λόφο κι άφηνε λουλούδια στην Μαντόνα*, προσευχόμενη να βρεθεί η κόρη της.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now