VI

198 26 179
                                    

Κάθε μέρα ανελειπώς, στις πέντε, ένας τυπικός Άγγλος έπαιρνε το απογευματινό του τσάι. Στα διάφορα σπίτια πλουσίων που βρίσκονταν κοντά στων Λίντσεϊ, αυτή η συνήθεια τηρούνταν με ευλάβεια. Ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον ήταν κι εκείνος ένας τυπικός Άγγλος, και με το παραπάνω μάλιστα, γι'αυτό κι εκείνη την ημέρα, στις πέντε το απόγευμα, όπως πάντα, καθόταν κάτω από το μεγάλο κιόσκι του κήπου του σπιτιού του, με το φλιτζάνι του στο χέρι και τα καστανά του μάτια να αγναντεύουν το μουντό τοπίο.

Ο κήπος του αντιναυάρχου Γουόρινγκτον δεν έμοιαζε καθόλου με τον κήπο των Λίντσεϊ. Ήταν πολύ πιο μικρός και περισσότερο στα χέρια της μητέρας φύσης. Ό,τι φύτρωνε εκεί, θάμνοι, χορτάρι, αγριολούλουδα, είχε γίνει από τον Δημιουργό αυτού του κόσμου. Μόνο μερικά δέντρα είχε φυτέψει εκεί ο αντιναύαρχος, με τα δικά του χέρια, όπως με τα δικά του χέρια ξερίζωνε και τα αγριόχορτα και έδιωχνε τα ζιζάνια. Αν και ήδη εξήντα πέντε ετών, με γκρίζα τα μαλλιά κι αυλακωμένο από ρυτίδες το δέρμα, όλο κι έψαχνε κάτι να κάνει και κάτι να καταπιαστεί μ' αυτό.

Τον αντιναύαρχο γενικώς δεν τον δυσαρεστούσε τίποτα. Ήταν άνθρωπος που ήξερε να προσαρμόζεται και να αποδέχεται. Ίσως γι'αυτό πέρασε τη ζωή του ακούγοντας τους ανθρώπους να τον λογαριάζουν ανάμεσα στις πιο χαρωπές φιγούρες που είχαν γνωρίσει. Το μόνο πράγμα που τον δυσαρέστησε στη ζωή του ήταν το ότι άρχισε να γερνάει.
Δεν δυσαρεστήθηκε που σύντομα θα έφτανε στο τέλος της ζωής του και θα σταματούσε πλέον να υπάρχει στη γη αυτή. Ούτε που θα άφηνε πίσω τα παράσημά του και την μικρή αλλά σημαντική περιουσία του. Λίγο τα σκεφτόταν. Μόνο η απραξία τον τάραζε. Σ' όλη του τη ζωή δεν ησύχασε ποτέ. Γι'αυτό κι έγινε και ναύτης από νωρίς, να ανοιχτεί στις θάλασσες, από το ένα μέρος στο άλλο, να καταλήξει στο τέλος στο Βασιλικό Ναυτικό και να κερδίσει υψηλό αξίωμα. Η απραξία δεν του ταίριαζε διόλου, μάλιστα τον βασάνιζε. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τη νικήσει.

Στο σπίτι του δεν είχε υπηρέτες. Όχι επειδή ήτανε τσιγκούνης, αλλά γιατί και μόνο η σκέψη του να μένει αδρανής και να βλέπει άλλους να κάνουν τις δουλειές του, απασχολημένοι όλη μέρα, τον έκανε να στριφογυρίζει νευρικά. Άλλωστε, το σπίτι του δεν ήταν και κανένα τεράστιο σπίτι, να πεις πως ήθελε και πολλές δουλειές. Έτσι είχε μόνο έναν άνθρωπο κοντά του, που του έφτανε και του περίσσευε. Την Κλάρα.

Η Κλάρα ήταν μια αφράτη κοπέλα γύρω στα τριάντα, με κατακόκκινα μαλλιά και φακίδες στα ροδαλά της μάγουλα. Η ζωή της είχε φερθεί άδικα και δεν την άφησε να βρει το ταίρι της όταν βρισκόταν στην κατάλληλη ηλικία. Πληγωμένη από την οικογένειά της που της φερόταν λες κι ήταν βάρος, βρήκε παρηγοριά κοντά στον αντιναύαρχο Γουόρινγκτον. Είχαν οι δυό τους ένα αίσθημα σαν να ήταν μαζί και ζευγάρι κι αδέρφια και πατέρας με κόρη ταυτόχρονα. Για τον αντιναύαρχο, η συντροφιά της ήταν ό,τι πολυτιμότερο. Εκείνη από την άλλη τον περιποιούνταν με προθυμία, έκανε μια φορά την εβδομάδα καθαριότητα, μαγείρευε για δύο κι έπλενε για δύο. Δεν χρειαζόταν τίποτε παραπάνω.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now