VII

183 25 120
                                    

Το επόμενο κιόλας βράδυ, η Ίζαμπελ καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, με τη Γουέντι, που της φορούσε τον κορσέ της, να καθρεφτίζεται από πίσω της. Τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα, σαν να είχαν πάρει φωτιά. Το στομάχι της ανακατευόταν κι η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Δεν είχε έλεγχο της αναπνοής της, που έκανε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελό. Νόμιζε πως απόψε θα πέθαινε από ευτυχία, πριν καν προλάβει να την αισθανθεί. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν εκείνος.

Χθες το απόγευμα, ο Άντονι ήρθε στο σπίτι, ζητώντας να δει τη μητέρα και τον Μπουμπίλ. Στην πόρτα τον υποδέχτηκαν όλοι, μαζί κι εκείνη, η Έιντα και η λαίδη Μάργκαρετ. Μόλις αντίκρισαν ξανά ο ένας τον άλλον, ο Άντονι και η Ίζαμπελ χαμογέλασαν πλατιά κι αμέσως χαμήλωσαν τα μάτια για να μην προδοθούν. Η Έιντα έριξε στην Ίζαμπελ ένα βλέμμα γεμάτο νόημα.

Ο Άντονι πλησίασε τη μητέρα.
«Εσείς πρέπει να είστε η κυρία Λίντσεϊ» είπε.
«Η ίδια» απάντησε η μητέρα, δίνοντάς του το χέρι της για να το φιλήσει. Αφού το έκανε, ο Άντονι ορθώθηκε και κοίταξε τον Μπουμπίλ.
«Κι εσείς πρέπει να είστε ο σύζυγός της» είπε με λιγότερη σιγουριά.

Για μια στιγμή, η Ίζαμπελ εξερεύνησε τη ματιά του, αναζητώντας ενδείξεις για το πώς φάνηκε στον πατριό της ο αγαπημένος της. Αλλά εκείνος ήταν ψυχρός κι ανέκφραστος καθώς του έδινε το χέρι του και το έσφιγγε.
«Πιερ Βίκτορ Μπουμπίλ» συστήθηκε.
«Τιμή μου, κύριε» είπε ο Άντονι κι έπειτα τους κοίταξε όλους έναν γύρο και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ονομάζομαι Άντονι Γουόρινγκτον κι έρχομαι εκ μέρους του θείου μου, του αντιναυάρχου Γουόρινγκτον»

Μόλις άκουσαν αυτό το όνομα, η Μαίρη Λίντσεϊ κι ο Μπουμπίλ άλλαξαν την έκφραση του προσώπου τους. Κοίταξαν τον Άντονι με ενδιαφέρον.
«Του αντιναυάρχου Γουόρινγκτον;» ρώτησε η μητέρα.
«Μάλιστα» απάντησε ο Άντονι. «Ο θείος μου γνώριζε καλά τον σύζυγό σας...»
Είδε τον Μπουμπίλ να τον κοιτάει βλοσυρά και διόρθωσε: «Τον πρώην σύζυγό σας»

Η Μαίρη έγνεψε καταφατικά.
«Ναι, μου είχε μιλήσει για εκείνον» είπε ήρεμα. «Είχαν γνωριστεί στο δικαστήριο. Ο Χέρμπερτ εκτιμούσε πολύ τον θείο σας»

Για μια στιγμή το πρόσωπό της μαράθηκε στην θύμιση του πρώτου άντρα της που πλέον αναπαύονταν εν ειρήνη. Επέστρεψαν στα ξαφνικά οι στιγμές της μαζί του, κι όλος ο αγώνας που έκαναν είκοσι χρόνια για να μεγαλώσουν τις κόρες τους, οι οποίες τους ένωναν πιο πολύ απ' όλα. Το συναίσθημα της νοσταλγίας και της απώλειας έκανε για λίγο την εμφάνισή του στην καρδιά της. Για λίγο. Ώσπου δηλαδή να νιώσει στη μέση της το χέρι του Μπουμπίλ.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now