ΧΧΧΙΧ

117 20 85
                                    

Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ο καπετάνιος Πίνκερτον είχε ήδη σηκωθεί και έσκυβε πάνω από τον χάρτη του. Η κούραση των δύο προηγούμενων ημερών είχε αρχίσει να σβήνει, στην πραγματικότητα ένιωθε λες και ο θάνατος του Τσάρλι δεν είχε ποτέ συμβεί, ούτε η παράξενη συνάντησή του με την Ρόζα, από την οποία δεν θυμόταν ούτε λέξη. Τουλάχιστον όμως ήταν ξανά ο εαυτός του, φρέσκος και ενεργητικός και έτοιμος να συνεχίσει το ταξίδι, παρά τις έντονες δυσκολίες που είχαν παρουσιαστεί ως τώρα. Ο ουρανός σήμερα ήταν γκρίζος, μα καθαρός, ένας ελαφρύς ψυχρός αέρας φυσούσε και τα κύματα σηκώνονταν ήρεμα στον διάβα του ιστιοφόρου. Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, κι ο Πίνκερτον υπολόγιζε πως τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου θα ήταν έτοιμοι να στρίψουν προς τα πάνω για να αρχίσουν να κατευθύνονται στην Ινδοκίνα.

Συμπλήρωσε το ημερολόγιο του ταξιδιού και το έκλεισε. Τράβηξε πίσω την καρέκλα του γραφείου του, καθώς το μάτι του έπεφτε στην άδεια του πίπα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο της καμπίνας του. Είχε καιρό να καπνίσει κοντά στην κουπαστή του καραβιού, συντροφιά με τους ναύτες του, κοιτάζοντας τα γαλάζια νερά. Ίσως να του έκανε καλό λίγος καθαρός αέρας.

Άρπαξε την πίπα και την καπνοσακούλα του, σηκώθηκε όρθιος και ανοίγοντας αποφασιστικά την πόρτα βγήκε στο κατάστρωμα. Έβαλε τον καπνό στο στόμα του και έκανε μια μικρή βόλτα χαιρετώντας τους άντρες που είχαν πιάσει δουλειά.
«Καλημέρα, καπετάνιε» χαιρετούσαν οι πιο πολλοί διστακτικά.
«Γεια σας, λεβέντες» αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας. «Πώς τα πάμε;»
Ο Ρίμπλμπι, που σταμάτησε εκείνη τη στιγμή μπροστά του, καθάρισε τα χέρια του από τη σκόνη και τα έβαλε στη μέση του.
«Περίφημα, εσείς, καπετάνιε;» ρώτησε με νόημα.
Ο Πίνκερτον κατάλαβε αμέσως σε τι αναφέρονταν και χαμογέλασε αχνά. Χτύπησε τον ναύτη του στον ώμο.
«Όλα καλά, όσο είναι το ταξίδι μας καλό, όλα καλά!» απάντησε εύθυμα και τράβηξε κλείνοντας τα μάτια του μια γερή απολαυστική ρουφηξιά από την πίπα του.

Ο βοριάς του φύσηξε τα μαλλιά, κάνοντάς τα να πετάξουν πάνω από το κεφάλι του. Όταν ένιωσε έτσι για πρώτη φορά, όταν αισθάνθηκε τον άνεμο να χτυπάει στο πρόσωπό του, μύρισε το αλάτι της θάλασσας και την άκουσε να κυματίζει παντού ολόγυρά του, ήταν ακόμα μικρός και ταξίδευε με το καράβι που οδηγούσε ο πατέρας του. Του είχαν κάνει τη χάρη να πάρει τον μικρό μαζί του για να τον εκπαιδεύσει, έτσι εκείνος μάθαινε εύκολες δουλειές κοντά στο πλήρωμα και περνούσε ώρες ολόκληρες καθισμένος απέναντι στον πατέρα του, μελετώντας τον χάρτη και βλέποντας πώς μετρούσε επάνω του. Θυμόταν το παχύ μουστάκι του να τρέμει κάθε φορά που προσπαθούσε να συγκεντρωθεί πάνω από τα ημερολόγια και τις σημειώσεις σχετικά με το ταξίδι.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now