ΧΙΧ

154 20 79
                                    

Η Ρόζα και η Ίζαμπελ κάθονταν εκείνο το βράδυ στην αποθήκη, αφού είχαν τακτοποιήσει τον χώρο. Η Ρόζα μετέφερε εκεί ένα στρώμα, σε όσο καλή κατάσταση μπόρεσε να το βρει, και μια κουβέρτα, και σιγουρεύτηκε πως είχε σφραγίσει την τρύπα στην πόρτα. Με έναν κουβά νερό και λίγο σαπούνι, η Ίζαμπελ έκανε πρώτη φορά μια δουλειά στη ζωή της, και καθάρισε κάπως το πάτωμα του δωματίου. Της φάνηκε πολύ δύσκολο και κουραστικό στην αρχή, αλλά το συνήθισε γρήγορα. Αναρωτιόταν μόνο πώς μπορούσε η Γουέντι να το κάνει αυτό σχεδόν κάθε μέρα στα περισσότερα δωμάτια του σπιτιού τους πίσω στο Λονδίνο.

Η Ρόζα, στο μεταξύ, ήταν καθισμένη πάνω στο άδειο βαρέλι που υπήρχε εκεί μόνιμα και παρατηρούσε την κοπέλα να συγυρίζει την μικρή αποθήκη. Όσο να 'ναι, την είχαν μεταμορφώσει σε ένα αξιοπρεπές μέρος για να μένει κανείς. Τουλάχιστον τώρα ήταν λίγο πιο άνετη και καθαρή. Και τουλάχιστον τώρα δεν θα είχαν επισκέψεις από ναύτες μαζί με ιερόδουλες. Τώρα το δωμάτιο αυτό ήταν της Ρόζας. Οι ναύτες του Πίνκερτον στράβωσαν όταν το έμαθαν, αλλά σύντομα βολεύτηκαν με άλλα μέρη του πλοίου.

Εκείνη τη νύχτα ο άνεμος φυσούσε λίγο δυνατότερα από το κανονικό, με αποτέλεσμα το πλοίο να κουνάει παραπάνω. Και πάνω που η Ίζαμπελ έλεγε πως είχε συνηθίσει ολοκληρωτικά τη ναυτία που έφερνε το πλοίο, ένιωσε ξανά το στομάχι της να κάνει τούμπες, όπως τις πρώτες μέρες. Άφησε για μια στιγμή τον κουβά και κάθισε στο στρώμα. Η Ρόζα πρόσεξε την κίνησή της, χαμογέλασε, έσκυψε και πήρε εκείνη τον κουβά για να συνεχίσει το καθάρισμα.

«Δεν είναι εύκολο να αποκτήσεις τον αέρα της θάλασσας» μονολόγησε καθώς έτριβε. «Κι εμένα μου πήρε πολύ καιρό»
«Είναι τουλάχιστον αρκετά δύο χρόνια;» ρώτησε η Ίζαμπελ με ένα μικρό γέλιο. Η Ρόζα ανασήκωσε τους ώμους.
«Εξαρτάται» είπε μόνο, χωρίς να δώσει άλλο στοιχείο, κι αφήνοντας την Ίζαμπελ να αναρωτιέται από τι εξαρτιόταν. «Λοιπόν, νομίζω ότι κάπου εδώ θα πρέπει να σε αφήσω, γλυκιά μου» πρόσθεσε καθώς άφηνε τον κουβά στην άκρη. «Σε λίγο θα έχουμε το βραδινό και πρέπει να πάω να μαζέψω τα κορίτσια. Εσύ ξέρεις: ήσυχα»
Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά.
«Πηγαίνετε» είπε στη Ρόζα. «Θα είμαι εντάξει»
Η νοσοκόμα χαμογέλασε κι εξαφανίστηκε κλείνοντας την πόρτα της αποθήκης πίσω της.

Η Ίζαμπελ ξάπλωσε στο στρώμα κι αναστέναξε, σκεπτόμενη πόση ακόμα υπομονή θα έπρεπε να κάνει ώσπου να γυρίσει στο σπίτι της. Κοίταξε το φανάρι που έφεγγε από πάνω της και ακολούθησε με τα μάτια το φως του, παρατηρώντας τις σκιές που σχημάτιζε στο ξύλο του καραβιού. Μέσα στην ησυχία άκουγε τον ήχο της θάλασσας και σκέφτηκε πως δεν είχε δει τη θάλασσα ποτέ της, ούτε καν από μακριά. Θα ήθελε πολύ να βγει στο κατάστρωμα του πλοίου για να δει με τα μάτια της κι όχι απλώς με τη φαντασία της τα γαλάζια νερά της. Αυτά έφερνε στον νου της όταν έπαιζε πολλές φορές στο πιάνο της μεγάλης σάλας. Άραγε όταν θα γύριζε μετά από δύο χρόνια θα θυμόταν ακόμα πώς να παίζει ή θα τα είχε ξεχάσει όλα, μαζί με τους τρόπους, τα μαλακά κρεβάτια, τον κήπο και το εκλεκτό φαγητό της μις Φράνι;

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now