ΧLVIII

182 21 147
                                    

Αφιερωμένο σε όλους όσους διαβάζουν αυτή την ιστορία. Σας ευχαριστώ ολόψυχα που ήσασταν εδώ ❤

Μερικά χρόνια αργότερα
Αγγλία

«Τι κοιτάζεις, ομορφιά μου;»

Η Ίζαμπελ γύρισε το κεφάλι της και χαμογέλασε, ευχάριστα ξαφνιασμένη, βλέποντας τον αγαπημένο της σύζυγο να την πλησιάζει με χαρούμενο ύφος. Ήταν μια δροσερή καλοκαιρινή μέρα. Ο χλωμός ήλιος τρύπωνε μέσα από τα σύννεφα και μια αύρα φυσούσε δειλά, ανακατεύοντας τα καταπράσινα φύλλα των δέντρων και δημιουργώντας μικρά κύματα στη θάλασσα. Κι εκείνη την όμορφη μέρα, η Ίζαμπελ καθόταν στην αυλή του σπιτιού τους και κοίταζε την παραλία με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν κομψά χτενισμένα σε έναν κότσο από την νεαρή οικονόμο τους, αφήνοντας να φαίνεται πιο καθαρά από ποτέ το όμορφο πρόσωπό της με τα καταπράσινα μάτια.

Της άρεσε να κάθεται ολομόναχη μέσα στη σιωπή και να κοιτάζει τη θάλασσα. Τη βοηθούσε να συλλογίζεται, της έφερνε στο μυαλό αναμνήσεις. Η θάλασσα ήταν τόσο όμορφη. Ο ήχος του κυματισμού της, το γαλάζιο της χρώμα, η ησυχία της παραλίας τις μέρες που τα νερά ήταν ήρεμα, ήταν κάτι σαν έμπνευση για εκείνη. Ακόμη έπαιζε πιάνο, και δεν μπορούσε να μην κοιτάζει έξω από το παράθυρο, πέρα μακριά, εκεί που ξεκινούσαν τα νερά, ανάμεσα σε δύο επαναλήψεις της μελωδίας. Χαμογελούσε και συνέχιζε, βάζοντας όλη την καρδιά της στο παίξιμό της. Σε όλα τα δείπνα και τις συγκεντρώσεις που είχαν ως τώρα με την οικογένεια και τους φίλους, όλοι ζητούσαν με ενθουσιασμό να την ακούσουν να παίζει, λέγοντας πως μονάχα εκείνη μπορούσε να τους αγγίξει τόσο βαθιά με τη μουσική της.

Χάρηκε πολύ όταν ο Άντονι δέχτηκε μετά τον γάμο τους την πρότασή της να ζήσουν κοντά στη θάλασσα. Πίστευε ότι δεν θα ήθελε να ξαναδεί νερό μετά την περιπέτειά τους, αλλά έκανε λάθος. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποδιώξει τους φόβους που τη βασάνιζαν από τότε που επέστρεψε στην Αγγλία. Εκεί που πίστευε ότι τα είχε ξεπεράσει όλα, συχνά ξυπνούσε μέσα στη νύχτα φωνάζοντας δυνατά, γιατί έβλεπε στον ύπνο της πως πνιγόταν ολομόναχη σε έναν αγριεμένο ωκεανό. Μετακομίζοντας δίπλα στη θάλασσα έπαψε πια να τη φοβάται. Οι εφιάλτες σιγά σιγά σταμάτησαν, οι αναμνήσεις έπαψαν να την στοιχειώνουν, η ιστορία του ταξιδιού έγινε ένα από τα κομμάτια της ζωής της. Δέχτηκε πως αυτό θα την σημάδευε από εδώ και πέρα. Κι έτσι τα χρόνια πέρασαν όπως θα περνούσαν για κάθε κορίτσι που βρήκε την ευτυχία του γάμου και της οικογένειας.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now