Το επόμενο πρωί ο άνεμος ήταν αρκετά δυνατός κι έσπρωχνε το καράβι με μεγάλη ταχύτητα στα κύματα. Τα κύματα της θάλασσας στραφτάλιζαν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, που είχε ξεμυτίσει για τα καλά στον ουρανό, παρά το γεγονός ότι ο Βασιλικός Δράκος βρισκόταν ακόμα σχετικά βόρεια. Όλοι οι ναύτες βρίσκονταν στο κατάστρωμα του πλοίου, άλλοι απασχολημένοι με τις εργασίες τους κι άλλοι περιμένοντας να αλλάξουν οι βάρδιες και να πιάσουν δουλειά.
Ο καπετάνιος Πίνκερτον πολύ το χάρηκε όταν ξύπνησε και είδε το καράβι του να προχωρά τόσο καλά. Η διάθεσή του για όλη την υπόλοιπη μέρα ανέβηκε αμέσως. Παραμέρισε τα σκεπάσματά του, τεντώθηκε, έξυσε λίγο το καστανό του κεφάλι και τις τρίχες του προσώπου του και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Η καμπίνα του Πίνκερτον βρισκόταν στο κέντρο του καταστρώματος του Βασιλικού Δράκου. Δεν ήταν μεγάλη, ούτε μικρή. Είχε το ιδανικό μέγεθος για την καμπίνα ενός καπετάνιου. Εκεί μέσα ο καπετάνιος Πίνκερτον περνούσε αρκετή ώρα, αλλά σίγουρα όχι την περισσότερη μέσα στην ημέρα. Τα πρωινά δεν έμπαινε σχεδόν καθόλου μέσα, ενώ αφού τελείωνε το μεσημεριανό του φαγητό κλεινόταν στην καμπίνα, έσκυβε στο γραφείο του και τον χάρτη που ήταν απλωμένος εκεί πάνω και υπολόγιζε με τον διαβήτη την πορεία του πλοίου. Έφευγε ύστερα από λίγες ώρες και επέστρεφε αργά το βράδυ, αφού είχε βεβαιωθεί ότι όλα πήγαιναν καλά με το πλοίο, για να διαβάσει και να κοιμηθεί. Έξω από το γραφείο και το κρεβάτι, το δωμάτιο δεν είχε άλλη επίπλωση.
Ο Πίνκερτον ντύθηκε γρήγορα αλλά σχολαστικά μπροστά στον κρεμαστό του καθρέφτη, γυάλισε τις μπότες του και άνοιξε την πόρτα της καμπίνας του σφυρίζοντας. Γέμισε με φρέσκο καπνό την πίπα του, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και βγήκε. Άρχισε να κάνει βόλτες στο κατάστρωμα, για να απολαύσει εκείνον τον υπέροχο άνεμο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Παρατήρησε τους ναύτες τριγύρω του. Οι περισσότεροι ήταν καινούργιοι, είχαν μπει στο πλήρωμα μόλις έναν χρόνο πριν, κι αυτό ήταν το πρώτο τους ταξίδι. Λίγοι ήταν αυτοί που άντεξαν να ταξιδεύουν ακατάπαυστα επτά χρόνια από την Αγγλία στο Βιετνάμ και πίσω. Έμοιαζαν με τη Ρόζα όλοι αυτοί. Είχαν αποδεχτεί πως η ζωή τους ήταν πια στη θάλασσα και το σπίτι τους ήταν το πλοίο. Ανάμεσά σ' αυτούς ήταν φυσικά ο Μακμίλαν και ο Τσάρλι, ο τιμονιέρης, που βρισκόταν μέσα στο ιστιοφόρο από το πρώτο κιόλας ταξίδι του. Ο Πίνκερτον τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Τσάρλι. Ήταν το δεξί του χέρι, τα μάτια και τα αυτιά του εδώ και επτά χρόνια.
YOU ARE READING
Ο Βασιλικός Δράκος
Historical FictionΚαθώς τελειώνει ο χειμώνας του 1849-50, το εμπορικό ιστιοφόρο "Βασιλικός Δράκος" κάνει για πολλοστή φορά στην καριέρα του μια στάση στη Σαϊγκόν της Ινδοκίνας. Από εκεί μπαίνει στο πλοίο μια θρησκευόμενη νοσοκόμα, η Ρόζα, δηλώνοντας ότι είναι ανάγκη...