ΙΙΙ

253 28 213
                                    

Η Μαίρη Λίντσεϊ κατέβηκε εξαντλημένη από την άμαξα, μετά το μακρύ της ταξίδι. Έβαλε το χέρι μπροστά στο πρόσωπό της για να καλύψει τον ήλιο που τη χτύπησε και της έφερε ζαλάδα. Το πρώτο που αντίκρισε μόλις βρήκε ξανά λίγο κουράγιο, ήταν οι κόρες της να την πλησιάζουν βιαστικά. Το πρόσωπό της έλαμψε.

Άνοιξε πρόθυμα την αγκαλιά της στις κόρες της. Πρώτα στην Έιντα, που είχε πλησιάσει πιο γρήγορα, κι έπειτα στην Ίζαμπελ. Η μικρότερη κόρη της φώλιασε μέσα στα χέρια της με λαχτάρα. Η Μαίρη της χάιδεψε την πλάτη και τα μαλλιά τρυφερά. Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. Της είχε λείψει η αγκαλιά της μαμάς της. Η μια εβδομάδα που έλειπε για τον γάμο και το ταξίδι του μέλιτος στη Σκωτία της φάνηκε ατέλειωτη. Τώρα όμως ήταν επιτέλους εδώ. Εδώ για να μείνει.

Όταν τελικά οι δύο γυναίκες χωρίστηκαν και κοίταξαν η μία την άλλη χαμογελούσαν πλατιά. Όπως και η Έιντα άλλωστε. Η χαρά της αντάμωσης φαινόταν ξεκάθαρα στα πρόσωπά τους.

«Γεια σας, αγάπες μου!» είπε η Μαίρη, κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στα πρόσωπα των κοριτσιών, τα οποία είχε να δει τόσο καιρό. «Μου λείψατε! Λες και μεγαλώσατε κι άλλο όσο έλειπα!» πρόσθεσε γελώντας.
«Κι εσύ μας έλειψες!» απάντησε η Ίζαμπελ.
«Πώς είστε;» ρώτησε έπειτα η μητέρα. «Απολαμβάνετε την ωραία μέρα, έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε και κοίταξε τριγύρω, τον κήπο.
Τα κορίτσια έγνεψαν καταφατικά. Η Μαίρη κούνησε κι εκείνη το κεφάλι της με κατανόηση.
«Καλά κάνετε» είπε κάπως αφηρημένα. «Μου φαίνεται πως σύντομα θα χαλάσει ξανά ο καιρός»

Ο κύριος Έντγκαρ είχε κρυφτεί πίσω από την άμαξα προς στιγμήν, αλλά σύντομα φάνηκε ξανά, κουβαλώντας τις τσάντες.
«Κυρία, με συγχωρείτε, πού να αφήσω τις αποσκευές σας;» διέκοψε τη μητέρα.
«Στην κρεβατοκάμαρα, Έντγκαρ» απάντησε εκείνη. «Άφησέ τα και πες σε παρακαλώ στη Γουέντι να τα τακτοποιήσει»
«Μάλιστα» χαμογέλασε ο αμαξάς και εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι, ενώ το παιδί του στάβλου έτρεχε να λύσει τα άλογα.

«Πώς ήταν η Σκωτία;» ρώτησε την Μαίρη η Ίζαμπελ.
«Ω, ήταν μία υπέροχη εβδομάδα εκεί» αναστέναξε η μητέρα. «Είναι πανέμορφα όλα, τα βουνά, η λίμνη, τα κάστρα! Πέρασα υπέροχα!»
Έκανε μια παύση, σαν κάτι να θυμήθηκε εντελώς ξαφνικά.
«Εσείς πώς ήσασταν αυτήν την εβδομάδα;» ρώτησε με ενδιαφέρον κι αυστηρότητα ταυτόχρονα.
«Όπως πάντα» είπε η Έιντα. «Κάναμε τα μαθήματά μας...»
«Ακούγατε τη λαίδη Μάργκαρετ;»
«Βέβαια» αποκρίθηκε η Ίζαμπελ.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now