XLΙV

155 19 60
                                    

Ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον καθόταν στην καμπίνα του εκείνο το σούρουπο, μελετώντας συννεφιασμένος τον χάρτη. Τη νύχτα της θεομηνίας, μια μικρή καταιγίδα πέρασε κι από κοντά τους, αφού είχαν κάνει εκείνη την ελαφριά στροφή, και τον κράτησε ξύπνιο όλο το βράδυ. Μα ακόμα και μετά από το βράδυ της καταιγίδας, στη διάρκεια του οποίου εξάντλησε όλες τις δυνάμεις του πηγαίνοντας πέρα δώθε και βοηθώντας τους άντρες του πληρώματος, δεν ξαναβρήκε τον ύπνο του. Φοβόταν πως είχαν χάσει εντελώς τον δρόμο τους κι έπειτα ήταν κι εκείνη η υποψία ότι κάτι τρομερό, πολύ μεγαλύτερο από αυτά που είχε πάθει το δικό του καράβι, είχε συμβεί στον Βασιλικό Δράκο.

Δεν μπορούσε να περιμένει ούτε εκείνος πια. Ήθελε οπωσδήποτε να φτάσουν στο Βιετνάμ για να μάθει την αλήθεια. Τελικά η κοπέλα ήταν νεκρή ή ζωντανή; Η αγωνία είχε αρχίσει να τον τυραννάει πιο πολύ κι από τον ερωτευμένο ανιψιό του. Φυσικά, δεν τόλμησε να πει λέξη από τις υποθέσεις του στον Άντονι για να τον ανησυχήσει παραπάνω. Προτιμούσε να κρατήσει τις σκέψεις αυτές αυστηρά για τον εαυτό του.

Ευτυχώς βρίσκονταν μονάχα έναν μήνα ή λιγότερο μακριά από τη Σαϊγκόν, μακριά από τον Βασιλικό Δράκο. Αν θυμόταν καλά ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον, καπετάνιος του ήταν ο μεγάλος γιος του Τζέρεμι Πίνκερτον, ο Τζον. Θυμόταν πως τον είχαν καλέσει στο γάμο τους, ο Τζέρεμι και η μνηστή του. Ήταν θαυμάσιο ζευγάρι, και σε εκείνο τον γάμο το είχαν γλεντήσει για τα καλά. Μετά τον σκότωσαν οι πειρατές. Αυτός ο θάνατος σημάδεψε πολύ την οικογένεια των Πίνκερτον. Τα αδέρφια του Τζέρεμι φέρθηκαν εγωιστικά στην Ματίλντα Πίνκερτον, τη σύζυγό του, δίνοντάς της μόνο μια ελάχιστη οικονομική βοήθεια από την οικογενειακή περιουσία για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ευτυχώς που ο Τζον ήταν αρκετά μεγάλος και σε λίγα χρόνια, όταν καλοπαντρεύτηκε κι έγινε κι εκείνος ναυτικός, η τύχη των δικών του γύρισε.

Αναμνήσεις, συλλογίστηκε ο αντιναύαρχος. Πόσα χρόνια πάνε, αλήθεια, από τότε;

Πικράθηκε όταν έμαθε για τον θάνατο του πατέρα του Τζον Πίνκερτον. Τον αγαπούσε πολύ και τον θαύμαζε. Θέλησε να σταθεί δίπλα στην οικογένειά του ο ίδιος, αλλά ντράπηκε την περήφανη Ματίλντα, κι είχε και τον πατέρα του Άντονι που διαφωνούσε με το να τους προσφέρει λεφτά, φοβούμενος ότι θα αναδυόταν κάποιο σκάνδαλο, κάποια φήμη ότι η σχέση του αντιναυάρχου με τη Ματίλντα δεν ήταν μόνο φιλική. Σαχλαμάρες, σαχλαμάρες που χρησιμοποιούσε ο αδερφός του για να δικαιολογήσει την τσιγκουνιά του και τίποτα άλλο.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now