XV

156 21 125
                                    

«Θα πάω να τη βρω»

Ο Άντονι ξεστόμισε τις πέντε αυτές λέξεις με αποφασιστικότητα, κοιτώντας τον νυχτερινό ουρανό από το παράθυρο της σάλας του θείου του. Όσο σκεφτόταν τι είχε πει, δεν μετάνιωνε καθόλου, αντιθέτως, η απόφασή του δυνάμωνε.

Ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και τον πλησίασε, κοιτάζοντάς τον μέσα από το τζάμι στο οποίο καθρεφτιζόταν η μορφή του και τα γαλάζια μάτια του, που σπίθιζαν εκείνη τη στιγμή.
«Ελπίζω πως δεν μιλάς σοβαρά» του είπε ήρεμα.

Όμως ο Άντονι γύρισε απότομα και τον κοίταξε.
«Φυσικά και μιλάω σοβαρά!» απάντησε. «Τι θέλεις να κάνω, θείε; Να καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια ενώ η Ίζαμπελ ταξιδεύει στην άλλη άκρη του κόσμου ή μήπως να τρέχω στα μοναστήρια σαν τη μητέρα της και να περιμένω να την σώσουν ο Θεός κι η Παναγία;»
«Δεν λέω αυτό, Άντονι, αλλά...»
«Αλλά τι;» συνέχισε ο νέος. «Τι λες;»
«Αγόρι μου καλό, ο Βασιλικός Δράκος έφυγε για το Βιετνάμ πριν δύο εβδομάδες και παραπάνω!» εξήγησε ο αντιναύαρχος. «Εσύ τι περιμένεις να κάνεις; Να βάλεις κι εσύ πλώρη για ένα ταξίδι που παίρνει ένα χρόνο και τι, να τους προλάβεις; Να τους κυνηγήσεις; Είναι αδύνατον να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση, Άντονι! Λυπάμαι που σου το λέω και λυπάμαι που είναι έτσι τα πράγματα, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»

Ο Άντονι έβραζε μέσα του. Τόσες νύχτες έμενε ξάγρυπνος, δεν μπορούσε να καθίσει ήσυχος, δεν είχε όρεξη να φάει, να βγει, τίποτα. Στο μυαλό του ήταν καρφωμένη η σκέψη της Ίζαμπελ και τον τυραννούσε. Τον εξόργιζε αυτή η κατάσταση στην οποία τον ήθελε ο θείος του, να μείνει πίσω και να περιμένει.

«Θείε, κατάλαβέ το πως αν καθόμαστε απλά εδώ και περιμένουμε κι αναστενάζουμε και...κι εγώ δεν ξέρω τι, η Ίζαμπελ είναι χαμένη!» φώναξε. «Δηλαδή τι νομίζετε όλοι σας; Πως θα επιβιώσει στο Βιετνάμ ή μήπως πως μετά από δύο χρόνια που θα γυρίσει στην Αγγλία ο Βασιλικός Δράκος μπορεί να τη βρούμε μέσα ζωντανή; Για απάντησέ μου! Πολύ θέλω να μάθω!»
«Νομίζω αρχικά πως θα έπρεπε να χαμηλώσεις κατά πολύ τον τόνο της φωνής σου!» τον μάλωσε ο θείος του. «Ούτε εγώ αντέχω να κάθομαι εδώ έτσι, και το ξέρω από πρώτο χέρι ότι η κοπέλα βρίσκεται σε κίνδυνο! Ήμουν σε πλοία όλη μου τη ζωή και ξέρω πως δεν είναι μέρος ένα καράβι για ένα τέτοιο κορίτσι! Ένας Θεός ξέρει τι θα την κάνουν αν την ανακαλύψουν, γιατί συνήθως τους λαθρεπιβάτες δεν τους αφήνουν να δώσουν εξηγήσεις! Έπειτα, το πλοίο είναι γεμάτο από άντρες! Άσε τις αρρώστιες που πηγαινοέρχονται από την Ασία! Μπορεί - χτύπα ξύλο - να μην επιβιώσει ούτε έναν μήνα εκεί μέσα! Το ξέρω! Αλλά το να ακολουθήσεις μέχρι το Βιετνάμ αυτό το πλοίο θα ήταν μάταιο! Μάταιο και τρελό!»

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now