ΧΙΙΙ

176 24 123
                                    

Κι ενώ στην Αγγλία συνέβαιναν αυτά, το ίδιο εκείνο βράδυ, μέσα στην άδεια αποθήκη για τα εμπορεύματα του Βασιλικού Δράκου, μια οικεία ξανθιά και λεπτοκαμωμένη φιγούρα άφηνε τα δάκρυα να στεγνώσουν πάνω στα μάτια της, κουλουριασμένη με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια της να αγκαλιάζουν σφιχτά τα γόνατά της. Το γαλάζιο φόρεμα που φορούσε είχε γίνει κουρέλι. Στον καρπό της ήταν περασμένο ένα κόσμημα της μητέρας της, ένα βραχιόλι με μικρά διαμαντάκια, και δίπλα της, στο πάτωμα, ήταν πεταμένη μια μπλε σκούρη κάπα.

Η Ίζαμπελ, μετά από δύο εβδομάδες, πρώτη φορά έβαζε έτσι τα κλάματα για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Κανονικά δεν θα έπρεπε να κλάψει, γιατί έπρεπε να είναι ήσυχη, να μην την ακούσουν, όμως δεν άντεχε άλλο. Έπειτα από δύο εβδομάδες απομόνωσης μέσα στα σκοτάδια εκείνης της ζεστής αποθήκης, χωρίς να μπορεί να βγει, χωρίς να μπορεί να κοιτάξει τον ουρανό και να αναπνεύσει φρέσκο αέρα, ένιωθε να πνίγεται. Πρώτη φορά άρχισε να μετανιώνει για το σχέδιο που είχε στον νου της και το μονοπάτι που με τόση σιγουριά ακολούθησε, αφήνοντας τους δικούς της και την Αγγλία.

Ήταν κρυμμένη μέσα στην αποθήκη αυτού του άγνωστου πλοίου. Δεν ήξερε σε ποιο σκαρί είχε μπει κρυφά εκείνη τη νύχτα, για πού πήγαινε αυτό και πόσο καιρό θα παρέμενε μέσα στα τοιχώματά του, κλεισμένη στο άδειο δωμάτιο. Της έφτανε μόνο πως πήγαινε μακριά, μακριά από την πλούσια ζωή της στο Λονδίνο, μακριά από τον Μπουμπίλ, τη μητέρα, μακριά από τον Άντονι, από την Έιντα και γενικά μακριά από όλους. Την είχε κουράσει αυτή η ζωή. Να περιμένει κάτι ολομόναχη για χρόνια, κάτι να έρθει και να αλλάξει τα πάντα. Τι να περιμένει; Καιρός ήταν να αλλάξει η ίδια τα πράγματα. Κι όπου κι αν την έβγαζε εκείνο το ταξίδι, θα ζούσε όπως εκείνη είχε ονειρευτεί. Όμως τελικά φάνηκε πως χρειαζόταν περισσότερη υπομονή απ' όσο περίμενε για να μπει στον δικό της δρόμο.

Το στομάχι της διαμαρτυρόταν έντονα. Έβαλε τα χέρια της πάνω του. Είχε αδυνατίσει από τη μέρα που μπήκε στο πλοίο. Στην αρχή δεν έτρωγε τίποτα. Αλλά δεν μπορούσε φυσικά να ζήσει χωρίς τίποτα. Ένα βράδυ κατάφερε να ανακαλύψει πού βρισκόταν η κουζίνα του πλοίου. Κι από εκείνη τη νύχτα και μετά, γλιστρώντας αθόρυβα δίπλα από έναν κοκκινομάλλη άντρα που πάντα μύριζε ιδρώτα κι έναν κοκαλιάρη Ασιάτη με ξεφτισμένα ρούχα, έπαιρνε αθόρυβα κάτιτις από τα τρόφιμα που φυλούσαν στην κουζίνα κι έτσι γιάτρευε την πείνα της. Κάθε βράδυ που έμπαινε εκεί για να κλέψει - γιατί κλέψιμο ήταν αυτό που έκανε - η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, από φόβο μήπως την ανακάλυπταν. Στις μύτες των ποδιών της περπατούσε και κάθε της κίνηση ήταν μετρημένη.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now