XLVI

135 18 98
                                    

Ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον έπαιρνε μετά από δύο τρεις μέρες το μεσημεριανό του τσάι στην καμπίνα του, με τις σκέψεις του να ταξιδεύουν στην Ίζαμπελ και τον Άντονι. Ήταν πολύ χαρούμενος που είχαν ξαναβρεθεί οι δυό τους. Τους έβλεπε να κάθονται μαζί στο κατάστρωμα, αγκαλιασμένους, κι άκουγε τον Άντονι να ψιθυρίζει γλυκές κουβέντες στο αυτί της αγαπημένης του, για να την κάνει να αισθανθεί ασφαλής και χαρούμενη ξανά. Πράγμα που δεν της ήταν και τόσο δύσκολο. Η Ίζαμπελ έδειχνε αξιοθαύμαστο κουράγιο και αντοχή, δεν άφηνε τα μαρτύρια του παρελθόντος να την βασανίζουν, τουλάχιστον όχι μπροστά στους αγαπημένους της ανθρώπους. Συλλογιζόταν το μακρύ της ταξίδι ολομόναχη, πονούσε για όλα αυτά που της συνέβησαν ολομόναχη, θρηνούσε ολομόναχη για τον θάνατο της Ρόζας.

Είχε δεχτεί πια πως η αγαπημένη της νοσοκόμα, αυτή η αγγελική γυναίκα που την φρόντισε με κίνδυνο της ζωής της και αψηφούσε τα πάντα για να βρίσκεται στο πλάι της, αυτή η λατρεμένη της γυναίκα δεν ζούσε πια. Πέρα από την ίδια, τον Τουάν και τον καπετάνιο Πίνκερτον, το καράβι του αντιναυάρχου Γουόρινγκτον δεν βρήκε άλλους επιζώντες του ναυαγίου. Κανέναν. Μόνο τρεις απέμειναν από ένα άλλοτε κατάμεστο ιστιοφόρο. Που σήμαινε ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ρόζα ήταν νεκρή, και δεν υπήρχε περίπτωση αυτό να αλλάξει.

Η λαίδη Μάργκαρετ καθόταν λίγο μακριά τους και τους κοιτούσε, με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της. Η καρδιά της σκιρτούσε και μόνο στη σκέψη πως η Ίζαμπελ ήταν ευτυχισμένη. Η ευτυχία της την έκανε κι εκείνη ευτυχισμένη. Μακάρι και η αγαπημένη της Έιντα να ήταν το ίδιο ευτυχισμένη και να μην είχε πάθει κανένα κακό στην προσπάθειά της να πάρει πίσω την τιμή της οικογένειας Λίντσεϊ.

Όσο όμως ο αντιναύαρχος Γουόρινγκτον ένιωθε την καρδιά του να ζεσταίνεται παρατηρώντας τον ανιψιό του και την Ίζαμπελ, τόσο ανησυχούσε για τους άλλους δύο ναυαγούς. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, φαινόταν να τους απασχολεί πολύ η τραγωδία που συνέβη στον Βασιλικό Δράκο. Ήταν ακόμα πιο δύσκολο για εκείνους να διώξουν αυτές τις σκέψεις από το μυαλό τους, σαν κάτι να μην τους άφηνε να προχωρήσουν παρακάτω.

Ο καπετάνιος Πίνκερτον έβλεπε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του να ξεθωριάζει, να απομακρύνεται, να τον εγκαταλείπει. Ένα μέρος του ολόκληρο πέθανε την ώρα του ναυαγίου, βυθίστηκε μαζί με το καράβι στη θάλασσα. Τα ημερολόγια ταξιδιού, οι χάρτες, η στολή του καπετάνιου. Ένιωθε πως τα έχανε όλα αυτά. Το να ξαναγυρίσει στη ναυτική ζωή αφού επέστρεφαν στην Αγγλία δεν αποτελούσε πια επιλογή για εκείνον, δεν το σκεφτόταν καν.

Ο Βασιλικός Δράκος Where stories live. Discover now