Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (76)

666 70 68
                                    

Ένιωθα παράξενα. Ευχάριστα παράξενα αλλά ταυτόχρονα με μια δυσάρεστη αίσθηση να ακτινοβολεί ψηλά στο στήθος μου. Και είχα επίσης προσέξει ότι με έπιανε κάθε φορά που σκεφτόμουν τον Θέμη. Πράγμα το οποίο συνέβαινε αρκετά συχνά τις τελευταίες ημέρες γιατί δεν έλεγα να τον βγάλω από το μυαλό μου.

Ήθελα να αναβιώσω ξανά τις προσωπικές μας στιγμές αλλά με την Αμελί να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο μου ήταν πολύ δύσκολο. Ακόμη και στο μπάνιο δεν τολμούσα να το κάνω. Ντρεπόμουν.

Έτσι έφτασα να κάνω κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Μετρούσα τις μέρες αντίστροφα αδημονώντας να έρθει το Σαββατοκύριακο όχι για να ξεκουραστώ ή να ξεσαλώσω όπως έκαναν οι υπόλοιποι. Μετρούσα τις μέρες αντίστροφα για να τον ξαναδώ.

«Χαμογελάς», η Αμελί δεν αργεί να προσέξει την χαζεμένη έκφραση στο πρόσωπο μου. «Και εσύ δεν χαμογελάς έτσι», να σημειώσω εδώ πως με έχει υπό στενή επίβλεψη από τότε που επέστρεψα. Οι δυο μας αδειάζουμε σακούλες με πατατάκια σε μπωλ και κρακεράκια στην κουζίνα του σπιτιού του αγοριού της.

Ήταν ιδέα της να μαζευτεί όλη η παρέα στο σπίτι του Κώστα που είναι και το μεγαλύτερο, για να τελεστεί η βραδιά παιχνιδιού. Όταν τα αγόρια ήταν μόνα τους παίζανε πόκερ ή καπνίζανε ναργιλέδες και μπάφους αλλά όταν υπήρχαν και κορίτσια στην παρέα ο καθένας έπαιρνε το ζευγάρι του και παίζανε δυαδικά ή σε μικρές ομαδούλες ταμπού, ένα πολύ αστείο με την μασέλα στο στόμα, μπλόφα κι άλλα διάφορα.

Μπορεί να πονηρεύονταν με καμιά μπουκάλα στο τέλος αν η νύχτα προχωρούσε καλά. Θάρρος ή αλήθεια για να υπάρξουν τριβές και δράματα.

Αυτήν τη φορά δήλωσα ότι θα απείχα κατηγορηματικά. Και το εννοούσα.

«Πώς δηλαδή;», την ρωτάω ροκανίζοντας ένα πατατάκι.

«Σαν... να σκέφτεσαι κάτι. Κάποιον», διευκρινίζει και το παίζω ανήξερη. Παίρνω το μπωλ από το χέρι της να το ακουμπήσω πάνω στο δικό μου και φεύγω για το καθιστικό.

«Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς», της είπα και την άκουσα να γελάει πνιχτά με θυμηδία όταν της γύρισα την πλάτη.

Έχουμε παραγγείλει πίτσες να φάμε εδώ και σαράντα πέντε λεπτά περίπου. Κρύβω το στομάχι μου που γουργουρίζει και πετάγομαι ενθουσιασμένη όταν το κουδούνι του σπιτιού χτυπάει. Ο Κώστας σπρώχνει τον Μάριο από τον καναπέ που παραπατάει έτοιμος να σκοντάψει διατάζοντας τον να ανοίξει.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang