Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (89)

472 56 126
                                    

Προτού να φύγουμε με τον Ηλία προσφέρεται να ψάξει για το πανωφόρι μου που ξέχασα αφύλακτο στο τραπέζι μας. Περιμένω κοντά στην υποδοχή χαζεύοντας τις εντυπωσιακές μαύρες γόβες της κοπέλας απέναντι μου με τα κατσαρά, καστανά μαλλιά όταν ο Σάκης με πλευρίζει από τα δεξιά.

«Ώστε αυτός ήταν ο φίλος που δεν ήθελες να αφήσεις να περιμένει;», δύσπιστα με ρωτάει επομένως εικάζω πως μας είδε με τον Ηλία. «Του Λουκρέζη ο ρουφιάνος», προσθέτει σε δραματικό τόνο καμπυλώνοντας σαρδόνια τις άκρες του στόματος του.

«Γνωριστήκαμε στην Αθήνα, το διάστημα που έκανα προπονήσεις στον γιο του Θέμη», λέω μόλο που δεν έχω κανέναν λόγο να εξηγούμαι σε αυτόν τον άνδρα.

«Α έτσι;», συνοφρυώνεται. «Παράξενο. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα τον έβλεπα να συντροφεύει μία τόσο όμορφη δεσποινίδα», δεν μου αρέσει η υποτίμηση στα λόγια του.

«Και γιατί αυτό;»

«Επειδή γνωρίζω τον τύπο του. Κι εσύ σίγουρα δεν ανήκεις στις προτιμήσεις του», ετοιμάζομαι να του ζητήσω να αιτιολογήσει την στάση του όταν ο Ηλίας καταφτάνει βιαστικός να περάσει το παλτό πάνω στους τεντωμένους μου ώμους.

«Σάκη», κοφτά τον χαιρετίζει περισσεύοντας τις τυπικότητες καθώς όπως κι εγώ δεν δείχνει να ευφραίνεται από την παρουσία του.

«Το ορφανό κουτάβι. Πόσος καιρός πάει που έχουμε να τα πούμε οι δυο μας;», στο άκουσμα της λέξης ορφανό πανικοβάλλομαι.

«Όχι αρκετός», αποκρίνεται κι ύστερα σπεύδει να διαγράψει την ανησυχία μου. «Δεν το εννοεί στα αλήθεια», σπεύδει να με καθησυχάσει. 

«Φυσικά κι όχι. Είναι μόνο που οι γονείς του τον έχουνε αποκληρώσει», ο Σάκης γελαστός επιμένει ανακατευόμενος στα προσωπικά του. «Ακόμη να καταφέρει ο Θέμης να σε υιοθετήσει;»

«Πάντα χαίρομαι να σου μιλάω Σάκη», με ένα πικρόχολο χαμόγελο του λέει. «Δεν ξεχνάς ποτέ να μου θυμίζεις το παρελθόν μου»

«Κάποιος πρέπει αν είναι να κρατηθείς ταπεινός», γνέφει φανερά ενοχλημένος οπότε του κάνω νόημα να φύγουμε το συντομότερο.

«Ηλία μου δεν θα αντέξω με τον πονοκέφαλο πολύ ακόμη», γουργουρίζω στο μέρος του περνώντας επιτήδεια το μπράτσο μου μέσα από το δικό του.

Προς στιγμήν παραξενεύεται αλλά σύντομα αναγνωρίζει το παιχνίδι μου.

«Φυσικά! Ναι, εμείς να την κάνουμε σιγά σιγά», με πιάνει κι εκείνος από τη μέση πράγμα που δεν διαφεύγει της προσοχής του Σάκη. Δυσφορία απλώνεται στο πρόσωπο του.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Donde viven las historias. Descúbrelo ahora