Β' Μέρος - Κεφάλαιο (32)

574 71 39
                                    

«Σκατά», ο Τέο μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια σαν να έχει μόλις μετανιώσει για κάτι.

«Τέο!», μια κοπέλα ντυμένη με ένα μαύρο ολόσωμο σορτς φωνάζει το όνομά του και πέφτει στην αγκαλιά του. Ανοίγει το στόμα και περνά βίαια τη γλώσσα της μέσα από τα χείλη του και τον ρουφάει λυσσασμένα.

Καταπίνω μια ανάσα και νιώθοντας αμήχανη παραμερίζω στο πλάι αφήνοντάς τους να χαρούν τον έρωτά τους.

«Θεέ μου, μου έλειψες», τα μαλλιά της είναι βαμμένα σε ξανθό πλατινέ χρώμα. Του χαμογελάει ξεδιάντροπα και όταν ακολουθεί το βλέμμα του Τέο πίσω σε μένα με ατενίζει προσβεβλημένη. «Έφερες και φίλη βλέπω;», ρωτάει απαξιωτικά στο μέρος μου.

«Είμαι η Ρεβέκκα», κάνω να συστηθώ. «Η καινούρια συγκάτοικος της Αμελί»

«Δεν ρώτησα γλυκιά μου», γυρίζει και μου λέει εκείνη με ύφος απαξιωτικό. Μένω άναυδη. «Πού μου εξαφανίστηκες και σε έψαχνα όλη τη βδομάδα;», αγκαλιάζει τη μέση του και κρεμιέται πάνω του σαν μωρό.

«Δούλευα Μαριάνα. Όπως όλος ο κόσμος», ξεφυσάει και της λέει.

«Για αυτό δεν μπόρεσες να απαντήσεις ούτε σε ένα μου μήνυμα;», ενοχλημένη τον ρωτάει και μυρίζομαι καβγαδάκι. Καλύτερα να φύγω από εκεί.

«Να μη σας ενοχλώ», μουρμουρίζω σκυθρωπά και κάνω να απομακρυνθώ.

«Ρεβέκκα», πάει ο Τέο να με αποτρέψει.

«Τα λέμε αργότερα», λέω χωρίς να το εννοώ στην πραγματικότητα. Προφανώς αυτή η πανέμορφη κοπέλα που του όρμησε είναι κάποια που του έξαψε το ενδιαφέρον την προηγούμενη βδομάδα, τώρα όμως που την δοκίμασε αποφάσισε να προχωρήσει στην επόμενη.

«Ποια στον πούτσο είναι αυτή;», απασφαλίζει και του μουγκρίζει. «Και τι στην ευχή φοράει;», ρωτάει σαν να αηδίασε μόλις και αυτό με θλίβει.

Δεν ήταν ποτέ μέρος του προγράμματός μου να απλώνω κρέμες στο πρόσωπό μου και να το χρωματίζω με καλλυντικά. Ούτε ξόδεψα ποτέ ώρες μπροστά από την ανοιχτή μου ντουλάπα ψάχνοντας για το ιδανικό συνολάκι της ημέρας ούτε και ανυπομονούσα για το Σαββατοκύριακο να έρθει ώστε να βγω με τις φίλες μου για να ξεσαλώσουμε.

Βγαίνω από την κουζίνα έξω στον γεμάτο διάδρομο πάλι και η Αμελί με εντοπίζει από μακριά. Αναρωτιέμαι αν και εκείνη σκέφτεται για μένα τα ίδια με την Μαριάνα.

«Έι!», σπεύδει κοντά μου γρήγορα. «Πού μου χάθηκες και σε ψάχνω σε όλο το σπίτι», ανησυχώ λίγο να της παραδεχθώ πως μιλούσα με τον αδερφό της. «Έλα. Θα σε γνωρίσω και στην υπόλοιπη παρέα», εντοπίζω τον Κώστα να κάθεται αραχτός σε μια παλιομοδίτικη σκούρα πράσινη πολυθρόνα στο πλάι μιας μεγάλης βιβλιοθήκης αρκετά εκτεινόμενης ώστε καταλαμβάνει έναν ολόκληρο τοίχο.

Κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά την κοπέλα του την Μαρία και γνωρίζω επίσης την Ροδούλα και την Βάγια οι οποίες είναι φίλες της Αμελί. Η Βάγια είναι η μόνη σαν εμένα που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους με την ίμο εμφάνισή της.

Ένας πιο μοναχικός και μυστήριος τύπος, ο Μιχάλης κάθεται στην άκρη με ύφος και μάτια νυσταγμένα.

«Είναι ώρα;», ο Κώστας απευθύνει την ερώτηση στους υπόλοιπους που συμφωνούν και εγώ στρέφομαι στην Αμελί.

«Για ποιο πράγμα;»

«Θα δεις», εύθυμα μου απαντάει και με σέρνει πίσω της. Καταλαβαίνω πως το αλκοόλ την έχει χτυπήσει.

Ο Κώστας χοροπηδάει κάτω από μία τετράγωνη εσοχή στο ταβάνι του διαδρόμου και την ξεκλειδώνει αφήνοντας να πέσει μία ξύλινη, πτυσσόμενη σκάλα.

«Σόρρυ», η Αμελί σπρώχνει ένα αγόρι που κάνει να ανέβει κι αυτό μαζί μας. «Δεν είναι για όλους», του μιλάει σε ύφος ψωνισμένης σκύλας και μου γνέφει να την ακολουθήσω.

Σκαρφαλώνω την σκάλα προσεκτικά και φτάνοντας στην κορυφή της καταλήγω σε ένα δωμάτιο με ξύλινο δάπεδο και στιβαρά, χονδροκομμένα δοκάρια να συγκρατούν την οροφή του.

Δεν υπάρχει κανένας εδώ πέρα εκτός από μερικά στημένα έπιπλα. Ένα κρεβάτι και το γραφείο του στη μία άκρη και ένας καναπές τετραθέσιος με δύο ασορτί πολυθρόνες στην άλλη. Στο κέντρο ο χώρος προσφέρεται για πίστα χορού μόλο που το πάρτι δεν λαμβάνει χώρα εδώ μέσα.

Κίτρινες λάμπες φθορίου προσφέρουν έναν υποτυπώδη φωτισμό και ο καθένας παίρνει από μία θέση είτε στον καναπέ και τις δύο πολυθρόνες είτε στο πάτωμα που είναι επιστρωμμένο με ένα σκούρο καφετί χαλί.

Κάθομαι στην άκρη του καναπέ με την Αμελί στα δεξιά μου.

«Το έχεις;», η Βάγια ρωτάει τον Κώστα ο οποίος μειδιά με μοχθηρία.

«Φυσικά και το έχω», βγάζει μέσα από την τσέπη της αθλητικής του ζακέτας ένα διαφανές σακουλάκι γεμάτο από πράσινα αποξηραμένα φύλλα, σαν βότανα.

Όλοι μετέπειτα χαμογελάνε κατά αυτόν τον τρόπο και ζαρώνω στη θέση μου μόλις συνειδητοποιώ περί τίνος πρόκειται.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Место, где живут истории. Откройте их для себя