«Γαμώτο!», βρίζω μόλις το ποδήλατό μου εγκαταλείπει τη μάχη στα μισά του δρόμου για το σπίτι. Το τιμόνι του πρακτικά αχρηστεύεται και σαν ξελιγωμένο στριφογυρνά και πέφτει στην ανάποδη θέση.
Περισσότερο βέβαια, βρίζω από μέσα μου τον Θέμη Λουκρέζη και την γκαντεμιά του. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που βρέθηκε στον δρόμο μου.
Αναγκάζομαι να σπρώξω το ποδήλατο μέχρι το σπίτι καθυστερώντας έτσι ένα σαραντάλεπτο. Σκέφτομαι πως δεν έχει νόημα να το κλειδώσω όμως το κάνω έτσι και αλλιώς.
«Καλώς την όμορφη», η κυρία Καίτη αναγγέλλει την άφιξή μου σαν με παίρνει χαμπάρι να διαβαίνω το κατώφλι της πόρτας. «Έχω λαχανοντολμάδες στην κατσαρόλα και φρέσκο ψωμάκι στο συρτάρι κάτω από τα μαχαιροπίρουνα», ώστε για αυτό το σπίτι μοσχοβολάει τόσο ωραία.
«Τι κάνετε κυρία Καίτη;», τη ρωτώ κινούμενη προς την κουζίνα.
«Καλά είμαι παιδί μου. Εσύ πες μου τα νέα σου. Πώς πήγε σήμερα;»
«Ξέρετε, τα συνηθισμένα», της απαντώ και εγώ με μια χοντρή μπουκιά ψωμιού χωμένη στο στόμα.
Προφανώς και η μέρα μου δεν είχε τίποτε το συνηθισμένο αλλά δεν πρόκειται να την ανησυχήσω εξιστορώντας της όσα συνέβησαν.
Τοποθετώ τους λαχανοντολμάδες σε ένα βαθύ πιάτο και αφού τους ζεσταίνω στα μικροκύματα ρίχνω πάνω τους μπόλικο γιαούρτι.
«Εμφανίστηκε κάνα ωραίο αγόρι ή μπα;», γιατί όλες οι γυναίκες στην ηλικία της μαμάς είχαν τόσο μεγάλη εμμονή με την ερωτική μου ζωή πια;
«Εννοείς εκτός από μένα;», πετάγεται ο Λάμπρος να μιλήσει από την άλλη άκρη του σπιτιού. Όντας αλητόπαιδο, λάτρης του ποδοσφαίρου και τελειόφοιτος Λυκείου ο γιος της Καίτης μονάχα μπελάς μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Μελαχρινός με κοντοκουρεμένο μαλλί και ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο μονίμως αποτυπωμένο στο πρόσωπό του είχε την φυσική τάση να με πειράζει με την παραμικρή ευκαιρία που του δινόταν.
Η οικογένειά του συγγενεύει κατά έναν παράξενο τρόπο με τη δική μου. Η αδελφή της κυρίας Καίτης, η Λιάνα πάντρεψε τους δικούς μου οπότε με το που έμαθε πως έψαχνα σπίτι να μείνω το καλοκαίρι στην Αθήνα προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει αφιλοκερδώς.
Γνώριζε πόσο δυσκολευόταν η οικογένεια μου οικονομικά.
Έτσι κατάφερα να δουλέψω γεμάτους τρεις μήνες ένα ολόκληρο καλοκαίρι και να μαζέψω αρκετά χρήματα ώστε να διευκολύνω φέτος την διαμονή μου στην Θεσσαλονίκη.
Είχα χάσει πέντε κιλά από πέρσι και τα ρούχα μου όλα πέφτανε φαρδιά. Τουλάχιστον τώρα θα έτρωγα και με αυτόν τον τρόπο δεν θα επιβάρυνα πολύ την μητέρα μου που τον τελευταίο καιρό όλο και πάλευε με τα έξοδα του σπιτιού.
Το μοναδικό πρόβλημα με την διαμονή μου υπήρξε ο Λάμπρος. Με περιτριγύριζε αρκετό καιρό τώρα και δεν χρειαζόταν να είσαι δα και σαΐνι για να καταλάβεις πως πίσω από τη διαφάνεια των ματιών του κρυβόταν η ακατανίκητη επιθυμία του να μάθει τι κρυβόταν μέσα από τα αθλητικά μου ρούχα.
Δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει τις προθέσεις του.
«Τι λέει; Έπαθε καρδιακό κανένας από τους μαθητές σου ή όχι ακόμη;», αναφέρεται στους συνταξιούχους που συνήθως αναλάμβανα. Τον παρακολουθώ με απαξίωση να βγάζει μέσα από το ψυγείο ένα ενεργειακό ποτό για τον εαυτό του.
«Πολύ αστείο Λάμπρο. Έμαθε η μητέρα σου καθόλου τι κρύβεις σε εκείνο το κίτρινο κουτί που φυλάς κάτω από το κρεβάτι;», γουρλώνει τα μάτια.
«Τι είπες γλυκιά μου;», ακούγεται η φωνή της κυρίας Καίτης από το καθιστικό και ο Λάμπρος κοντεύει να ασπρίσει. Έκρυβε το χασίς του εκεί μέσα που το αγόραζε από κάποιο βαποράκι κάτω στην πλατεία.
«Τίποτα κυρία Καίτη. Όλα καλά», απαντώ φεύγοντας για το δωμάτιο ικανοποιημένη.
KAMU SEDANG MEMBACA
Πρωταθλητές στην Αμαρτία
RomansaΜια μοιραία συνάντηση, δύο αντίθετες ψυχές και ένας άκαυτος πόθος. Εκείνη αρνείται πως θα πέσει πρόθυμα στο κρεβάτι του. Εκείνος της ορκίζεται πως θα την κάνει δική του. Μια ανήθικη συμφωνία που θα πλέξει τις μοίρες δύο ανθρώπων σε έναν επικίνδυ...