Γ΄Μέρος - Κεφάλαιο (53) : POV Θέμης

557 74 44
                                    

Είναι λίγο μετά το απόγευμα όταν εισέρχομαι στο μαγαζί μαζί με δύο τύπους της ιδιωτικής ασφάλειας. Το σκοτάδι έχει σιμώσει και η νύχτα αλυχτάει. Στα αριστερά μου ένας τεράστιος ξύλινος πάγκος εκτείνεται σε απόσταση κοντά δέκα μέτρων και από πίσω του δυο γυναίκες κουτσομπολεύουν με μία τρίτη στην απέναντι πλευρά.

Η τελευταία μου χαμογελάει απροκάλυπτα έτοιμη να σηκωθεί να με εξυπηρετήσει αλλά την προτρέπω να μείνει στη θέση της με μια τυπική υπόκλιση. Εντοπίζω τον ψηλό τύπο με το μούσι στο βάθος και κατευθύνομαι κατακεί.

Από το βλέμμα που ρίχνει είμαι βέβαιος ότι δεν γουστάρει τυπάκια σαν του λόγου μου. Οι μπράβοι του ζυγίζουν τους δικούς μου άνδρες που έχω φέρει παρέα μα τους έχω σαφέστατα ζητήσει να μην προξενήσουν σκηνή. Θέλω η παρουσία τους να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τυχάρπαστους μαλάκες που μπορεί να μου την πέσουν.

Συμμορίτες και παρεάκια της κακιάς ώρας.

«Έχεις μια κοπελίτσα που εργάζεται εδώ», μπαίνω στο ψητό κατευθείαν. Δεν είμαι από εκείνους που φλυαρούν. «Καινούρια», συνεχίζω να εξηγώ.

«Δεν συζητώ πληροφορίες για τους υπαλλήλους μου με ξένους», μου ρίχνει μια διαχυτική, αποδοκιμαστική ματιά. «Ειδικά σε κοστουμάτους με ντελικάτη προφορά σαν και σένα»

«Την λένε Ρεβέκκα», συνεχίζω ακάθεκτος εγώ και σπρώχνω στον πάγκο ένα κατοστάρι για να βοηθήσω την γλώσσα του να λυθεί ευκολότερα. Κοιτάζει το χέρι μου και αντιγυρίζει την χειρονομία με ένα χλευαστικό μειδίαμα.

«Είσαι μπάτσος;», με ρωτάει. Με δουλεύεις ρε; Σου μοιάζω αλήθεια για μπάτσος;

«Όχι», επιλέγω ήρεμα να απαντήσω. Ο γέρος σπρώχνει τα λεφτά πίσω.

«Έχει μπλέξει;», απορεί με ενδιαφέρον.

«Όχι», απαντάω και εκείνος τραβάει από το μπαρ πίσω του ένα μπουκάλι ουίσκι να γεμίσει δυο ποτήρια. Τείνει το ένας στο μέρος μου και ανοίγει φαρδύπλατα τα χέρια ανοιχτά στον πάγκο.

«Πέρασε πριν από καμιά δεκαριά μέρες για να μου ζητήσει δουλειά. Ζόρικη η μικρή. Έβαλε κάτω ένα αρχίδι που της έριχνε ενάμισι κεφάλι», νιώθω τον λαιμό μου να καίει και όχι εξαιτίας του αλκοόλ.

«Την πείραξε;», με νεύρο τον ρωτάω.

«Όχι», αποκρίνεται με ένα πνιχτό, γεμάτο νόημα χαχανητό. «Παρενόχλησε την φίλη της και η δικιά σου έτρεξε να την υπερασπίσει», ασυνείδητα χαμογελάω. Το κορίτσι μου είναι ατρόμητο και το ξέρω καλά. «Τι σου είναι;», πλαγίως με κοιτάζει καθώς κατεβάζει το ποτό του μονορούφι. «Κοπέλα;», η ματιά του χαμηλώνει και φευγαλέα καρφώνεται στο χρυσό δαχτυλίδι. «Ερωμένη;»

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ