Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (88)

505 54 119
                                    

Μπορεί η χθεσινή μέρα να έληξε με έναν άδοξο κάπως τρόπο αλλά η σημερινή σίγουρα ξεκινάει με έναν άκρως χαρμόσυνο.

«Ηλία!», οριακά τσιρίζω σαν αντικρίζω την γνώριμη φιγούρα του να κοντοστέκεται στην άκρη του πάγκου της κουζίνας. Μαύρα μαλλιά που γυαλίζουν στο μάκρος του από την ποσότητα τζελ που έχει χρησιμοποιηθεί, εκλεκτικό ενδυματολογικό γούστο κι ένα χαμόγελο που σφύζει καλοσύνης.

Σπεύδω γρήγορα κοντά του να τον χαιρετήσω.

«Ρεβέκκα», ανοίγει κι αυτός τα χέρια να με υποδεχθεί σε μια ζεστότατη αγκαλιά. Αγαλλιάζω σφίγγοντας τον ολοένα περισσότερο αποδιώχνοντας την όποια αρνητικότητα με είχε καταβάλει νωρίτερα.

Μου χτυπάει την πλάτη απαλά σαν σε ένδειξη συμπαράστασης και τότε είναι που προσέχω ότι ο Θέμης στέκεται ακριβώς μπροστά, όρθιος με μια κούπα καφέ στο χέρι παρακολουθώντας με ένα αρκετά καχύποπτο υφάκι.

«Στο είπα ότι θα χαιρόταν», λέει περιεργαζόμενος με προσοχή την αρκετά θα έλεγα υπερβολική αντίδραση μου, ενώ ο Ηλίας γνέφει ικανοποιημένος.

«Τι κάνεις εδώ;», στρέφομαι να τον ρωτήσω. Η ένταση του χαμόγελου τεντώνει σε επίπονο σημείο τους μυς γύρω από το στόμα μου.

«Με κάλεσαν να έρθω», κοιτάζει κλεφτά προς τον Θέμη του οποίου η εικόνα δεν φαίνεται ιδιαίτερα βελτιωμένη σε σύγκριση με χθες.

«Σκέφτηκα ότι θα αισθανόσουν πιο άνετα με ένα φιλικό πρόσωπο κοντά σου», τον φώναξε για μένα δηλαδή; Γιατί; Για να αντικαταστήσει το κενό που μόνος του έχει δημιουργήσει;

Όπως και να έχει είναι μια ευπρόσδεκτη σκέψη.

«Κι έκανες τόσο δρόμο;», αισθάνομαι κολακευμένη.

«Έπρεπε να περάσω να σε τσεκάρω», αποκρίνεται και στα λόγια του πιάνω μια δόση ανησυχίας ανάμεικτης με θυμό και σύγχυση. Υπέροχα, σκέφτομαι. Άρα κι αυτός γνωρίζει.

«Ε ρε καλώς το παλικάρι!», ο κύριος Περικλής άκομψα βαδίζει στο μέρος μας. Το ξέφρενο γλέντι φέρεται να του κόστισε την πρωινή διαύγεια και ευημερία του.

Καλωσορίζει θερμά τον Ηλία στο σπίτι του και οι δυο τους ανταλλάσσουν μερικές ανδρίκειες κουβέντες, από εκείνες που σε εμένα δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα.

«Τον βλέπω τον πόντικα να πετάγεται», τον πειράζει δοκιμάζοντας την σκληρότητα των δικεφάλων του. «Πας να γίνεις τούμπανο κι εσύ σαν τον μπαγάσα εδώ δίπλα;», γνέφει προς τον Θέμη που μειδιά με ένα μισό ανασήκωμα των χειλιών του ενώ καταπίνει σε γουλιές το ρόφημα του.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Onde histórias criam vida. Descubra agora