Ο άνθρωπος που έκλεψε ένα ψωμί

242 27 0
                                    

Ο Φάιρ καθόταν με την οικογένειά του στον καναπέ και βλέπανε αγώνα ποδοσφαίρου. Ο Φάιρ ήταν πολύ χαρούμενος που του δινόταν η ευκαιρία να δει έναν αγώνα με τον αγαπημένο του γιο. Από την μέρα που έμαθε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος δεν σταματούσε να σκέφτεται τα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει με το παιδί του. Θα πηγαίναν να δούνε αγώνες ποδοσφαίρου στο γήπεδο της αγαπημένης τους ομάδας, θα του μάθαινε να οδηγάει-όταν φυσικά θα είχε μεγαλώσει-, θα τον πήγαινε κάθε μέρα στο σχολείο, θα συζητούσαν μαζί τα προβήματά του, θα... Όταν έμαθε ότι ο γιος του θα έπρεπε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στο νοσοκομείο έχασε κάθε ελπίδα. Μα τώρα όλα αυτά θα ανήκαν στο παρελθόν γιατί ο Φάιρ θα μπορούσε να κάνει τα πάντα με τον γιο του.

 Σαν συγγραφέας θα έπρεπε να σας πω το όνομα του γιου του, μόνο που όχι δεν έχω σκοπό να σας πω το πραγματικό του. Αν θέλεται όμως να τον θυμάστε με κάποιο όνομα τότε αυτό είναι το ''Άγγελος'' και θα μάθεται σύντομα το γιατί.

Ελλάδα

Τα δύο αγόρια ήταν τελείως απογοητευμένα με τον θείο τους. Εκτός από το γεγονός ότι ήταν γύρω στα ογδόντα, δεν έδινε καν σημασία στην ύπαρξή τους. Ο Κυριάκος ήθελε εκατομύριες φορές να τον βρίσει ή απλά να τον ρωτήσει γιατί τους πήρε αφού δεν τους δίνει την παραμικρή σημασία. Ο θείος τους τους είχε δώσει ένα μικρό δωμάτιο με σκοπό να το μοιραστούνε παρόλο που το σπίτι ήταν τεράστιο. Του Μενέλαου του άρεσε το σπίτι επειδή είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη.

Νέα Υόρκη

Ο Ρογκ κοιτούσε με απωρεία την μητέρα του που έκλαιγε καθώς διάβαζε το γράμμα.

Ρογκ: Μαμά, μαμά γιατί κλαις;

- Δεν είμαι η μητέρα σου Ρογκ. Ο Ίθαν έχει δίκιο, είναι καιρός να μάθεις την αλήθεια. Είμαι η θεία σου, η μητέρα σου δεν είναι ζωντανή... Είναι αλήθεια ότι έχεις τρεις αδελφούς, μεγαλύτερους τρίδυμους.

Ρογκ: Γιατί δεν μου το είπες ποτέ;

- Δεν ήθελα να κάνω την ζωή σου χειρότερη από ότι ήταν.

Ο Ρογκ δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο και να μην κλάψει. Πάντα πίστευε ότι το μόνο που έλειπε από την ζωή του ήταν ένας πατέρας αλλά ποτέ, ποτέ δεν φαντάστηκε ότι η μητέρα του δεν ήταν η πραγματική του μητέρα. Ήθελε να μάθει με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία της οικογένειάς του όμως δεν είχε την δύναμη να την ακούσει. Έτσι, προτίμησε να τρέξει, να βγει έξω από το σπίτι, να φύγει, μόνο για λίγο... ή και για πολύ, απλά για όσο θα χρειαζόταν.

Ελλάδα

Ο Μενέλαος καθόταν σε μια παλιά κουνιστή καρέκλα που έτριζε και διάβαζε ένα βιβλίο, συγκεκριμένα τους <<Άθλιους>>. Αυτό το βιβλίο το διάβαζε για πρώτη φορά και όμως ευχόταν να το είχε διαβάζει περισότερες. Ήταν ένα από τα λίγα βιβλία που πίστευε ότι πρέπει να διαβάσουν όλοι οι άνθρωποι. Το βιβλίο μιλούσε για έναν άνθρωπο που έκλεψε ένα ψωμί, που ποτέ δεν φαντάστηκε σε τι μπελάδες θα τον έμπλεκε. Είχε φτάσει σχεδόν στην μέση του βιβλίου όταν το κινητό του έκανε τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει όταν έχει μήνυμα. Ο Μενέλαος πήρε στα χέρια του το κινητό και διάβασε σιωπηλά το μήνυμα του άγνωστου αποστολέα.

 ''Πώς είναι η ζωή χωρίς τον μπαμπάκα και την μαμάκα; Να στείλεις πολλά χαιρετίσματα στον αδελφό σου.''

Ο Μενέλαος ήταν τόσο νευριασμένος με το περιεχόμενο του μηνύματος που δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μην πετάξει με δύναμη το κινητό στο πάτωμα. Αυτό φυσικά έγινε θρίψαλα και ο ήχος που έκανε δεν μπόρεσε να μην κεντρίσει το ενδιαφέρον του Κυριάκου. Ο Κυριάκος σε κλάσματα δευτερολέπτου βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο νευριασμένο τον Μενέλαο και αυτό κάπως τον τρόμαζε. Πριν προλάβει να ρωτήσει ο Κυριάκος τον Μενέλαο τι είχε πάθει ο Μενέλαος άνοιξε το στόμα του.

Μενέλαος: Η ζωή χωρίς τον μπαμπάκα και την μαμάκα; Λοιπόν τώρα δεν είναι ωραία όμως θα γίνει όταν θα σε στείλω να πας να τους βρεις και να μου πεις εσύ πως περνάνε. Και μιας που το έφερε η κουβέντα Κυριάκο έχεις χαιρετίσματα από τον Χανς.

Του Κυριάκου δεν του πήρε πολύ ώρα για να καταλάβει τι εννοούσε ο Μενέλαος. Τώρα ήταν και αυτός το ίδιο νευριασμένος. Ο Μενέλαος κλώτσησε με δύναμη την καρέκλα και μετά άρχισε να κλαίει.

Μενέλαος: Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Αυτός ο άνθρωπος με εκνευρίζει και με κάνει να θέλω να τον σκοτώσω. Νόμιζα ότι θα φεύγαμε και θα τον ξεφορτωνόμασταν όμως αυτός είναι και πάλι εδώ.

Ο Κυριάκος δεν είχε να πει τίποτα. Ο Μενέλαος άρπαξε το βιβλίο που προηγουμένως διάβαζε και το πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ο Χανς θα μπορούσε να είναι ο Ιαβέρης και αυτός ο Γιάννης Αγιάννης. Μετά το ξανασκέφτηκε και κατέληξε στο ότι ο Γιάννης Αγιάννης ήταν πολύ καλύτερος από αυτόν. Έτσι, μια σκέχη του πέρασε από το μυαλό. Αυτή η σκέψη ήταν να μοιάξει στον άνθρωπο που έκλεψε το ψωμί. Όμως πρώτα έπρεπε με κάποιον τρόπο να σταματήσει να μισεί τον Χανς...

 Λίγα λεπτά αργότερα ο Μενέλαος βρισκόταν δίπλα στο πεταμένο βιβλίο στο πάτωμα. Είχε μετανιώσει που το είχε πετάξει... Το αγόρι ευχήθηκε να ερχόταν ο κλέφτης ψωμιών και να τον βοηθούσε, να τον βοηθούσε να του μοιάξει...


ΥπερδίδυμοιDove le storie prendono vita. Scoprilo ora