Κεφάλαιο 48

1.9K 170 30
                                    

Τουλάχιστον, σκέφτομαι την ώρα που βγαίνουμε στους δρόμους σαν τις τρελες και μπαίνοντας σε ένα-ένα ξεχωριστά τα καταστήματα, πως ο Στέφανος σήμερα το βραδυ δεν θα την βγάλει καθαρή. Καημενούλι Στέφανε!!

------------------------

Μετρώντας ήδη 2 ώρες έξω στους δρόμους ψάχνοντας φορέματα, παπούτσια, αξεσουάρ και ότι άλλο μπορεί να έχει καρφωθεί στο μυαλό της Λιζ, μπαίνουμε στο τελευταίο (δόξα το Θεό) κατάστημα για σήμερα αλλα πριν προλάβουμε να μπούμε όλες μέσα η Λιζ μας σταματάει. "Πάω να πάρω το φόρεμα της Rubys και φεύγουμε για μια καφετερια εδώ κοντά." λέει και χωρίς να περιμένει λέξη μπαίνει μέσα. Ανταλλάσσουμε ματιές με την Ελένη και ξέρουμε από τώρα πως το φόρεμα που θα μου διαλέξει δεν θα είναι καθόλου (μα καθόλου) του style μου. Δεν αργεί πολύ πράγμα που με παραξενεύει. Να δούμε τι επέλεξε, το μονο σίγουρο είναι πως θα έχει πολύ λίγο ύφασμα πάνω του (για την Λιζ μιλάμε άλλωστε). Εγώ, η Ελένη και η Αθηνα φαινόμαστε αρκετά ταλαιπωρημένες. Έχουμε αλλάξει πάνω από 30 φορέματα συν τα παπούτσια και τα υπόλοιπα και αν αυτά δεν περνούσαν από την έκγριση της Λιζ απλά έπρεπε να δοκιμάσουμε αλλα. Η Λιζ όμως φαίνεται τόσο ενεργητική που πραγματικά θέλω να της ρίξω όλες τις σακούλες που κρατάω πάνω στο κεφάλι της. Από την άλλη θα μου πεις αφού αυτό κάνει καθημερινά λογικό να μην δείχνει τόσο κουρασμένη όσο εμείς. Τις παραπάνω ώρες βεβαια τις φάγαμε για το τι θα φορέσει η Ελένη. Και φυσικά καμια δεν μπόρεσε να την πείσει να φορέσει κάτι εκτός παντελόνι και κάτι που να μην είναι σε χρώμα μαύρο. "Αν και δεν μου αρέσει αρκετά αυτή η καφετερια, επειδή σας βλέπω να μην μπορείτε να περπατήσετε άλλο ας κάτσουμε εδώ" λέει η Λιζ και πάλι καλά επιλεγει ένα γωνιακό τραπεζάκι.

"Πάλε καλά που μας ελυπήθηκε τούτη" ψιθυρίζει η Ελένη από διπλα μου και δεν μπορώ παρα να συμφωνήσω. Όταν δίνουμε τις παραγγελιες μας στον σερβιτόρο η Λιζ με την Αθηνα αρχίζουν μια κουβέντα για τα χρώματα που είναι στην μόδα ενώ εγώ με την Ελένη αρκούμαστε στο να κοιτάζουμε γύρω μας τον κόσμο που περπατάει. Δεν κρατάει και για πολύ όμως αυτή η ηρεμία αφού το τηλέφωνο μου αρχίζει να χτυπάει. Με βαριεστημένες κινήσεις κοιτάζω ποιος μπορεί να είναι και βλέπω πως με παίρνει ο Άλεξ από το Λονδίνο. Έχει πολύ καιρό να μιλήσουμε, συγκεκριμενα από τότε που έφυγε ο Στέφανος και είχα αλλάξει τελείως. Αναρωτιέμαι τι έγινε και με παίρνει τώρα τηλέφωνο.

"Δώστε μου δυο λεπτά" λέω στις κοπέλες και κατευθυνομαι προς το εσωτερικό της καφετεριας που δεν έχει πολύ κόσμο. "Παρακαλώ?" λέω την ώρα που βρίσκω ελεύθερο ένα τραπέζι σε μια γωνια που δεν θα με ακούει κανένας.

Between Love And HateWhere stories live. Discover now