Τα βλέφαρα της Ιθούριελ πετάρισαν απότομα. Μέσα από την αντανάκλαση του καθρέφτη μπροστά της, είδε το φως του ήλιου να χρωματίζει τον γαλάζιο ουρανό, ενώ οι κορυφές των πεύκων απλώνονταν μέχρι τον ορίζοντα, θέτοντας έτσι το όριο της γης και την αρχή της απεραντοσύνης. Στο μυαλό της όμως, παρά τις όμορφες εικόνες που διαδραματίζονταν μπροστά της, ξεθώριαζε η ανάμνηση του εφιάλτη που έβλεπε κάθε βράδυ τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η χιονισμένη βουνοκορφή του Ολύμπου, την οποία μπορούσε να δει από το παράθυρο του δωματίου -που βρισκόταν απέναντι από το δικό της- εκκρίγνονταν ξαφνικά. Σαν ηφαίστειο, το βουνό ξερνούσε κόκκινο υγρό που είχε αρχίσει να καταβροχθίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Η γυναίκα ήταν ακινητοποιημένη σε ένα σημείο σαν από μάρμαρο σμιλεμένη, ανίκανη να κάνει έστω και ένα βήμα˙ σα να είχαν καρφώσει τα πόδια της στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου της. Αναγκασμένη να παρακολουθεί την όλη σκηνή να εκτυλίσσεται πάρα πολύ γρήγορα μπροστά στα σοκαρισμένα μάτια της. Το κόκκινο υγρό γινόταν ένα πλατύ ποτάμι που άφριζε. Μόνο που ο αφρός έμοιαζε μαύρος.
Πλησίαζε... όλο και πλησίαζε, σκεφτόταν η Ιθούριελ, χωρίς να κάνει το παραμικρό, χωρίς να κάνει βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να έχει καμιά επιθυμία να τρέξει μακριά.
Όταν το ποτάμι έφτανε στην αυλή του σπιτιού της και τα μάτια της έβλεπαν καθαρότερα, τότε είδε... το υγρό ήταν πηχτό, κόκκινο αίμα και ο αφρός, δεν ήταν πάρα σκοτεινές σιλουέτες ανθρώπων που πάλευαν να κρατηθούν στην επιφάνεια. Ξαφνικά εντόπισε ένα γνώριμο πρόσωπο, πράγμα που ταρακούνησε επιτέλους ένα κομμάτι του εαυτού της. Μια έκρηξη από συναισθήματα της ξύπνησε την επιθυμία τελικά. Να τρέξει, όχι προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά προς το πύρινο ποτάμι, για να τον βοηθήσει. Η καρδιά της μάτωνε να τον βλέπει να χτυπάει τα τεράστια φτερά του παλεύοντας να κρατηθεί στην επιφάνεια. Το σώμα του δεν ήταν μαύρο σαν τα άλλα, δεν ήταν τόσο αμαρτωλό, είχε όμως λερωθεί με το πορφυρό υγρό, που τον περιέβαλε.
«Ραφαήλ» κατάφερε να πει ξεψυχισμένα η Ιθούριελ, τη στιγμή που τα μάτια της πετάριζαν ξανά φέρνοντας την στην πραγματικότητα και απομακρύνοντας την από το τραγικό όνειρο. Δεν ήταν πάρα ένας εφιάλτης.
«Καταραμένο όνειρο» μονολόγησε και πέταξε τα σκεπάσματα της. Δεν έχει γνωρίσει ποτέ κανέναν Ραφαήλ, παρότι της ήταν πια τόσο οικείος. Δεν μπορούσε πλέον, να γνωρίζει με σιγουριά αν ήθελε να βλέπει το συγκεκριμένο όνειρο ή όχι. Από τη μια ήτανε όντως φριχτό με το αιμάτινο ποτάμι και τον μαύρο αφρό, που αποτελούνταν από ανθρώπινα σώματα. Από την άλλη πάλι, ήταν μια ακόμη ευκαιρία, να αντικρίζει τα όμορφα χαρακτηρίστηκα του αγγέλου που στοίχειωνε τις σκέψεις της.
Το κουδούνι της πόρτας τράνταξε ολόκληρο το μικρό κάστρο της. Η γυναίκα φόρεσε τη μεταξωτή ρόμπα της και έτρεξε αμέσως. Διένυσε τον τεράστιο διάδρομο του δευτέρου ορόφου κατεβαίνοντας τα αμέτρητα σκαλοπάτια με τον ποδόγυρο του ανάλαφρου νυχτικού της να σέρνεται πίσω της. Τα μαρμάρινα κιτρινισμένα σκαλιά την οδηγούσαν στην εξώπορτα. Το πόμολο επιβλητικό και βαρύ κάτω από το άγγιγμά της, μαρτυρούσε την μακραίωνη υπηρεσία του σε αυτό το κτίσμα, ενώ το σκαλιστό μπρούτζινο κλειδί γύριζε μαλακά τώρα στην κλειδαρότρυπα.
Η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε με κρότο, την ώρα που η Ιθούριελ έβλεπε μπροστά της ένα τεράστιο κουτί από χαρτόνι.
«Καλημέρα, έχετε ένα δέμα» ακούστηκε μια φωνή πίσω από το κουτί και ένα πρόσωπο ξεπρόβαλε από το πλάι.
Το αίμα της Ιθούριελ πάγωσε στις φλέβες της, τη στιγμή που αντίκρισε τα γνώριμα σκούρα μάτια του νεοφερμένου ταχυδρόμου. Τα ατίθασα κάστανα μαλλιά του παρασέρνονταν από τον άνεμο προς κάθε κατεύθυνση, δίνοντας έτσι την εντύπωση, πως βρίσκεται σε μια δίνη. Ένα αστραφτερό χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπό του, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της.
«Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνος διστακτικά. Εκείνη από την άλλη σαστισμένη, αδυνατούσε να αρθρώσει λέξη.
«Ραφαήλ» είπε, τείνοντας το χέρι του. «Καινούργιος» συνέχισε. Το πρόσωπό του σοβάρεψε και το βλέμμα του μαλάκωσε χαϊδεύοντας αχόρταγα το δικό της.
Η Ιθούριελ πρόσεξε πως ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός της και αρκετά γεροδεμένος. Έσυρε δισταχτικά το βλέμμα της κάτω, στο χέρι του, που ήταν μετέωρο μπροστά της και έτεινε το δικό της.
«Ιθούριελ» είπε με την αναπνοή της να σκαλώνει στο λαιμό της.
YOU ARE READING
Επίγεια Κόλαση 1 και 2
FantasyΙθούριελ είναι το όνομά της. Στους εφιάλτες της, το αίμα αντικαθιστά το καθαρό νερό των ποταμών και οι λίμνες βάφονται πορφυρές, προμηνύοντας μάλλον το τέλος του κόσμου ή την καταστροφή του. Αναζητάει την απομόνωση στο πατρικό της, μα και εκεί τη...