Χρώμα... του τάγματος...

445 60 55
                                    

Ο Ραφαήλ είχε μέρες να ανοίξει τα φτερά του, πράγμα ανήκουστο μιας και ποτέ δεν έχει επιτρέψει να περάσεις τόσος καιρός, με τα φτερά του εγκλωβισμένα.

Κρατούσε στην αγκαλιά του την Ιθούριελ, σφίγγοντάς την πάνω στο σώμα του προστατευτικά. Εκείνη είχε κουρνιάσει, με το κεφάλι της να ακουμπά απαλά πάνω μπράτσο της, που ξεκουραζόταν στο ώμο του. Χάζευε την κίνηση και δύναμη των τεράστιων φτερών του, την ευκολία με την οποία τους κουβαλούσαν ακούραστα, πραγματοποιώντας επαναλαμβανόμενες συγχρονισμένες κινήσεις. Πότε μαζεύονταν πότε απλωνόταν σε όλη τους την έκταση, μα κυρίως, ήταν διπλωμένα και τεντωμένα πίσω από την πλάτη του , ώστε όλες αέρινες δυνάμεις να τους προσφέρουν την επιθυμητή ταχύτητα.

Σύννεφα είχαν μαζευτεί από κάτω τους, κρύβοντας τις μορφές τους, με αποτέλεσμα η γη να μη φαίνεται. Αέρας μαστίγωνε τα κορμιά τους, γεννώντας μέσα τους την αίσθηση του δέους. Η αδρεναλίνη βρισκόταν στα όριά της, με τις καρδιές τους να τρέχουν να ξεφύγουν μέσα από τα στήθη τους.

Ο Ραφαήλ ήταν ανίκανος να κρύψει τη χαρά του, που απλωνόταν σε όλη την έκταση του προσώπου του, φιλώντας που και που την αγαπημένη του.

«Πρέπει πράγματι να βρεις άλλον τρόπο να κουβαλάς τα σπαθιά σου. Είμαι σίγουρος, μέχρι να φτάσουμε το παντελόνι μου θα έχει γίνει κουρέλι» την πείραξε.

Η Ιθούριελ γέλασε, μα το γέλιο της πνίγηκε μέσα στον αέρα. «Κάτι θα σκεφτούμε» κατάφερε να πει ανάμεσα στα χαχανητά της.

Η κορυφή του Ολύμπου άρχισε να διακρίνεται στο βάθος και ο Ραφαήλ ελάττωσε την ιλιγγιώδη ταχύτητά του.

Δεν πέρασαν παρά μερικά δευτερόλεπτα ως που να φτάσουν στο κάστρο, με τα πόδια τους ήδη να πατάνε το ξύλινο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας της Ιθούριελ. Μπήκαν από το παράθυρο που ήταν ανοιχτό.

Το ταξίδι τους μπορεί να ήταν σύντομο, μα εκείνη είχε προλάβει να μουδιάσει από την ακινησία. Ακούμπησε τα πόδια της στο πάτωμα, τρίβοντας τους πιασμένους μυς της.

Ο Ραφαήλ ήδη έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιό του, λύνοντας τη ζώνη με τα θηκάρια των σπαθιών και τα κορδόνια του κορσέ της, χωρίς να έχει μαζέψει τα φτερά του που ακουμπούσαν το δάπεδο πίσω του. Τα σπαθιά σκορπίστηκαν γύρω τους και ο δερμάτινος κορσές της γλίστρησε πάνω στο σώμα της.

«Επιτέλους μόνοι» γουργούρισε με τη βραχνή φωνή του, φλερτάροντας τη κολασμένη ύπαρξη μπροστά του. Οι παλάμες του σέρνονταν κατά μήκος της πλάτης της, απομακρύνοντας τα πλούσια κατάμαυρα μαλλιά της και φιλώντας απαλά τους ώμους και τα μπράτσα της.

Για μια στιγμή σταμάτησε να ερωτοτροπεί μαζί της, σα να πάγωσε, σέρνοντας τους αντίχειρες κατά μήκος δύο ουλών που στόλιζαν αντικριστά την πλάτη της. Του φάνηκε, να υπάρχει κάποια αλλαγή. Οι ουλές ιριδίζανε με μια περίεργη λάμψη.

«Τι είναι;» τον ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη της, όπως τον κοίταζε πάνω από τον ώμο της.

Το βλέμμα του όμως δεν αποχωριζόταν στιγμή τις ουλές, έπειτα σύρθηκε στον πίνακα πάνω από το τζάκι, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα εκεί.

«Τι βλέπεις;» η φωνή του πρόδιδε μια κάποια ανησυχία. Η Ιθούριελ ακολούθησε την πορεία του βλέμματός του, προς τον πίνακά της.

Της ξέφυγε ένα επιφώνημα και οι παλάμες της σκέπασαν τα χείλη της. «Τι;» βιάστηκε να μάθει εκείνος.

«Έχουν μεγαλώσει.... Πολύ» τραύλισε η Ιθούριελ αποσβολωμένη, ενώ την αμέσως επόμενη στιγμή άρχισε να γελά σαν μικρό κοριτσάκι.

«Τι χρώμα έχουν;» ο Ραφαήλ δεν μπορούσε να κρύψει την περιέργειά του, μα και την ανησυχία του, ως προς το χρώμα που θα καθόριζε και το τάγμα της.

Ποτέ, καθ' όλη τη διάρκεια της αιωνιότητας τα φτερά της δεν έμειναν με την ίδια απόχρωση.

Η Ιθούριελ δίστασε για μια στιγμή. «Δεν προσδιορίζεται ως προς το ένα και μοναδικό... είναι σύμπλεγμα χρωμάτων...» είχε στενέψει τα μάτια της, καθώς επεξεργαζόταν την εικόνα μπροστά της. «Δηλαδή... ποιο χρώμα κυριαρχεί;» αναρωτήθηκε ο Ραφαήλ ξανά.

«Το ασημί... θα έλεγα, μα με πολλές μωβ πιτσιλιές, χρυσές και λευκές» έλεγε η Ιθούριελ γέρνοντας το κεφάλι της, κάθε φορά κοιτάζοντάς τα από διαφορετική οπτική γωνιά.

Ο Ραφαήλ απέστρεψε το βλέμμα του από την Ιθούριελ μπερδεμένος. «Πολύπλευρη» ψέλλισε σα να μιλούσε στον εαυτό του και προχώρησε προς τον παράθυρο χαμένος στις σκέψεις του.

Η Ιθούριελ παρέμεινε στη θέση της, να χαζεύει την ομορφιά των φτερών της.

Ο Ραφαήλ δεν ήξερε αν αυτό ήταν καλό ή κακό, έπρεπε να ενημερώσει τον πατέρα της... άμεσα. Το βλέμμα του πλανήθηκε πίσω του. Εκείνη έμοιαζε να είναι χαρούμενη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος για τα δικά του συναισθήματα. Αναστέναξε και βυθίστηκε σε σκέψεις, που του έφερναν πόνο στο στήθος και μεγαλύτερη αγωνία.

er.Q

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now