Η Ιθούριελ αισθάνθηκε σαν μικρό παιδί, που το μαλώνανε για κάποια αταξία που είχε κάνει. Μια διαφορετική αίσθηση άρχισε να πάλλεται μέσα στο στήθος της. Αντίδραση... οργή.
Σκούπισε τα απομεινάρια των δακρύων της. Ίσιωσε τον κορμό της. Το βλέμμα της σκλήρυνε την επόμενη φορά που αντίκρισε το ψυχρό ύφος του άγνωστου άντρα. «Πες άλλη μια φορά, τι πρέπει να κάνω και θα το μετανιώσεις πικρά!» τόνισε την κάθε λέξη που βγήκε από τα σφιγμένα χείλη της.
Ο άλλος χαμογέλασε, με τα μάτια του να μην εγκαταλείπουν στιγμή τα δικά της. «Λίο... με λένε Λίο» της είπε, σαν να απαντούσε στην σκέψη της.
Την ίδια στιγμή που εκείνη αναρωτιόταν πως μπορούσε, να της απευθύνεται κάποιος με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να ξέρει ούτε το όνομά του.
Ευτυχώς οι γονείς της, την ανέθρεψαν με αυστηρότητα και αριστοκρατικούς τρόπους· να αντιλαμβάνεται πότε πρέπει να σηκώσει το κεφάλι, και πότε να πατήσει πόδι. Μα άθελά της, επέτρεψε τα συναισθήματά της να την παρασύρουν, με αποτέλεσμα το ξέσπασμά της. Αν ήταν δικοί της καλεσμένοι θα τους είχε διώξει με ένα τίναγμα του καρπού της, όμως ήταν και αυτή φιλοξενούμενη.
Έτριξε τα δόντια της. Έκανε ένα βήμα και έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του Ραφαήλ το πακέτο με τα τσιγάρα. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Θέλω να πάω μια βόλτα, να πάρω καθαρό αέρα» του είπε σιγανά κοντά στο αφτί του. Τον κοίταξε στα μάτια.
Εκείνος ένευσε, γνωρίζοντας πως ήθελε, να μείνει μόνη της. Μα θα την ακολουθούσε έτσι κι αλλιώς -πάντα από απόσταση- ούτως ώστε να έχει αυτή την αυταπάτη της μοναξιάς.
Βημάτισε γρήγορα προς το γκαράζ. Είχε πολλές επιλογές. Από σπορ αυτοκίνητα με μεγάλη ιπποδύναμη, μέχρι κλασικά, και όποια μηχανή μπορούσε να φανταστεί.
Περπάτησε ανάμεσά στα οχήματα, κοιτάζοντας τα ένα προς ένα. Σαν υπνωτισμένη θαύμαζε τις λεπτομερείς. Χρώμα, ζάντες, λάστιχα και προβολείς.
Σταμάτησε όμως μπροστά από το μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό. Ήταν σαν ο Ραφαήλ να μεταφορτώθηκε σε autobot και το απέναντι που ήταν μάλιστα ένα ασημί σπορ, σε decepticon. Χαμογέλασε με τη σκέψη και χάιδεψε το καπό του μαύρου Hummer. «Εσένα θα πάρω γλύκα» είπε αισθησιακά σα να το φλέρταρε.
Σκαρφάλωσε πάνω στο τέρας. Τα κλειδιά βρισκόταν στη μίζα. Τα γύρισε και το τέρας της μηχανής βρυχήθηκε. Η Ιθούριελ έριξε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα ακούγοντας με ευχαρίστηση τον υπέροχο ήχο. Άνοιξε το παράθυρο. Έβγαλε από το πακέτο ένα τσιγάρο και το άναψε, απολαμβάνοντας την νικοτίνη που ταξίδευε στα πνευμόνια της. Τοποθέτησε το πακέτο ανάμεσα στους μηρούς της και χάιδεψε το τιμόνι, σα να ερωτοτροπούσε μαζί του. Πως θα μπορούσε να μην έχει το αυτοκίνητο ψυχή, σκέφτηκε, μα γέλασε μόνη της με τη χαζομάρα της.
Άνοιξε το ραδιόφωνο, ψάχνοντας για κάποιον σταθμό, με μουσική που θα τράνταζε τα ηχεία από τα μπάσα. Η μελωδία ξεχείλισε γεμίζοντας το χώρο.
Πάτησε το γκάζι και το αυτοκίνητο τινάχτηκε μπροστά.
Βγήκε φουριόζα από την πίσω αυλή και γρήγορα στο δρόμο. Δε μείωνε ταχύτητα στις στροφές, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να τινάσσεται κάθε φορά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο αυτοκινητόδρομος την υποδέχτηκε άδειος, τεράστιος και ατελείωτος.
Το πόδι της κολλημένο στο πεντάλ του γκαζιού, ένα πακέτο τσιγάρα, τη μουσική να γδέρνει τα ηχεία και έναν δρόμο χωρίς προορισμό. Μέχρι να στερέψει το ντεπόζιτο και μετά ξανά.
YOU ARE READING
Επίγεια Κόλαση 1 και 2
FantasyΙθούριελ είναι το όνομά της. Στους εφιάλτες της, το αίμα αντικαθιστά το καθαρό νερό των ποταμών και οι λίμνες βάφονται πορφυρές, προμηνύοντας μάλλον το τέλος του κόσμου ή την καταστροφή του. Αναζητάει την απομόνωση στο πατρικό της, μα και εκεί τη...