Κάι...

441 68 34
                                    



  Το σπίτι του Σαχιήλ, δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να χαρακτηρίζεται ως κάστρο, όπως της Ιθούριελ στους πρόποδες του Ολύμπου, αλλά ούτε και μικρό. Με αρκετά δωμάτια για να χωρέσει όλους τους επισκέπτες του και μάλιστα με όλες τις ανέσεις, που μπορεί να παρέχει κάλλιστα ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο. Μιας και απασχολεί στη δούλεψή του αρκετούς υπαλλήλους, οι οποίοι τον περισσό καιρό, δεν είναι καν απαραίτητοι για τις θέσεις εργασίας τις οποίες καταλαμβάνουν. Αυτό οφείλεται στην φιλευσπλαχνία του Σαχιήλ, καθώς το προσωπικό του, αποτελείται από ανθρώπους που είχαν, πριν τους προσφέρει εργασία στο σπίτι του, σοβαρά οικονομικά προβλήματα.

Με αυτόν τον τρόπο και με άλλες δωρεές, που κάνει καθημερινά σε ιδρύματα, τα οποία επισκέπτεται και ελέγχει αρκετά συχνά, ώστε να είναι σίγουρος, πως κανένας επιτήδειος, δεν γίνεται πλούσιος με τα λεφτά του, που είναι για ιερούς σκοπούς.

Έχει υιοθετήσει και πάρα πολλά παιδιά, με την οικονομική του στήριξη, όπως έχει βοηθήσει άπειρες φιλανθρωπικές οργανώσεις με σκοπούς παροχής υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος.

Αυτά εξηγούσε η Έλενα στον Κάι καθώς περιπλανιόταν στους απέραντους διαδρόμους του οικήματος.

Πριν από μερικές ώρες, το σπίτι έμοιαζε με μελίσσι που βούιζε, ενώ τώρα, όλα ήταν υπερβολικά ήσυχα. Οι περισσότεροι είχαν αποσυρθεί, ξεκλέβοντας μερικές ώρες ύπνου, μέχρι την επόμενη αναμπουμπούλα.

Ο Κάι όμως, σε καμία περίπτωση, δεν θα σπαταλούσε τον χρόνο του για τον ύπνο. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του εδώ, η παρουσία της Έλενας, τον είχε ταράξει σε σημείο να χάνει τα λόγια του και μερικούς από τους χτύπους της καρδιάς του, μαγεμένος από την παρουσία της.

Στα μάτια του, ήταν μια θεά, με τα σκούρα μαλλιά της να πλαισιώνουν ένα υπέροχα σμιλεμένο χλωμό πρόσωπο και τη ζωντάνια που εξέπεμπαν τα καστανά της μάτια. Το ζεστό χαμόγελό της, τον έλουζε με άπλετη θερμότητα, κάνοντας τις άκρες των δαχτύλων του, να μυρμηγκιάζουν, με αποτέλεσμα να κλείνει και να ανοίγει συνεχώς τις γροθιές του. Μια σπασμωδική αγχώδες κίνηση την οποία δεν μπορούσε να σταματήσει.

«Γιατί με κοιτάς σαν χαμένος;» Τον ρώτησε με το τεράστιο χαμόγελό της να απλώνεται από άκρη σε άκρη σε όλο το πρόσωπό της, ενώ τα μάτια της να ψάχνουν μέσα στα δικά του μια απάντηση.

«Μου αρέσει ο ήχος της φωνής σου... και οι λέξεις, κυλάνε από τα χείλη σου τόσο αρμονικά» είπε αυτός με το βλέμμα του να ταξιδεύει πάνω της αχόρταγα.

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now