Ραχήλ...

479 77 21
                                    




Ο δίδυμος αδερφός του Ραφαήλ ήταν φονική μηχανή... συλλογιζόταν ο Μιχαήλ, καθώς παρατηρούσε τον άλλον να σφάζει δαίμονες, κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου που περνούσε. Ενώ ο ίδιος αντιμετώπιζε έναν ανώτερο με βάση τα χαρακτηριστικά δαίμονα. «Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί εξακολουθείτε να μάχεστε; Και ποιος ο σκοπός;» ρώτησε ο Μιχαήλ τον απρόσωπο δαίμονα μπροστά του.

Τα χαρακτηριστικά του ήταν με ασφάλεια καλά κρυμμένα πίσω από μια γλοιώδη μεμβράνη, σαν μάσκα.

«Έχετε χάσει την πλειοψηφία από τους ακολούθους σας και ακόμη προσπαθείτε. Κοίτα γύρω σου!» φώναξε, την ώρα που ο άλλος χιμούσε πάνω του, με τα τεράστια γαμψά νύχια του, να στοχεύουν το λαιμό του άδοξα.

Ο Μιχαήλ με έναν ελιγμό και τα σταχτιά μαλλιά του να ακολουθούν την γεμάτη χάρη κίνησή του, απέφυγε την επίθεση, αρπάζοντας το δαίμονα από το λαιμό. «Μόνο ο Κάι, έχει αποτελειώσει το ενενήντα τοις εκατό, του πληθυσμού σας εδώ» του πέταξε στα μούτρα.

Τα χείλη του δαίμονα κάτω από τη μεμβράνη, έμοιαζαν να κινούνται, μα η φωνή του αδυνατούσε να βγει στην επιφάνια. Γιατί η λαβή του Μιχαήλ, πάνω στο λαιμό του, τον έσφιγγε υπερβολικά δυνατά. «Τί, δεν μπορείς να μιλήσεις;» ειρωνεύτηκε ο άγγελος.

Τα χέρια του δαίμονα, τινάσσονταν προς την κατεύθυνση του Μιχαήλ, στις αποτυχημένες προσπάθειές του, να τον ακουμπήσει. Είχε σκοπό να μπήξει τα νύχια του στη σάρκα του. Δεν τα κατάφερνε. Γιατί τα χέρια του Μιχαήλ ήταν πιο μακριά από τα δικά του και αυτό που εφάρμοζε στο λαιμό του, ήταν τεντωμένο μπροστά του.

Ο Μιχαήλ τότε, τον πέταξε μέτρα μακριά. Ακολουθώντας την πορεία του σώματός του. Στάθηκε από πάνω του επιβλητικός, με τα καφετιά φτερά του, να ανακατεύουν τον αέρα γύρω τους. «Μάζεψε ότι απέμεινε από το στρατό σου και εξαφανιστείτε, πριν αλλάξω τη γνώμη μου και φερθώ σαν τον Κάι» είπε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο, στον δαίμονα που ψυχορραγούσε κάτω στο χώμα.

Ο δαίμονας σύρθηκε αδύναμα και γονάτισε, με τα χέρια του να σκάβουν την μαύρη γη. «Θα τα ξαναπούμε Μιχαήλ» μίλησε με γυναικεία φωνή, ο ανώτερος δαίμονας μπροστά του.

Ο Μιχαήλ σάστισε.

Μόλις που πρόσεξε το σωματότυπό του, αναγνωρίζοντας κάποια χαρακτηριστικά και καμπύλες που μόνο σε γυναίκα θα μπορούσαν να ανήκουν. Πρόσεξε τα μαύρα εφαρμοστά ρούχα που φορούσε και τα μακριά, πυρόξανθα μαλλιά της, που σχηματίζονταν σε δακτύλους πάνω στο κεφάλι της και έφταναν, λίγο πιο κάτω από τις αυστηρές γωνίες των ώμων της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε, πως θα έμοιαζε με την ανθρώπινη μορφή της, την αμέσως επόμενη όμως απόδιωξε τη σκέψη.

Ήταν δαίμονας, ενώ ο ίδιος άγγελος, όπως και ο πόνος της απομάκρυνσης της Ιθούριελ, ήταν ακόμη φρέσκος. Παρόλα αυτά, δεν θα έχανε την ευκαιρία, να παίξει με τη δαιμόνισσα.

«Γυναίκα ανώτερος δαίμονας!» φώναξε φανερώνοντας την έκπληξή του.

Εκείνη βήχουμε, μιας και ο λαιμός της είχε υποστεί βλάβη από το σφίξιμο του Μιχαήλ. Αδυνατούσε ακόμη, να διατηρήσει την ασπίδα που έκρυβε το πρόσωπό της. Με αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά της να αρχίσουν να αχνοφαίνονται.

Τα μάτια του Μιχαήλ ωτόσο, κατάφεραν να ξεχωρίσουν, το σχήμα και το χρώμα των ματιών της, τα πλούσια και καλοσχηματισμένα κατακόκκινα χείλη της, όπως και μια σειρά από λευκά κοφτερά δόντια, σαν του καρχαρία.

Από τα χείλη της έτρεχε ένα ρυάκι κόκκινου υγρού και προς στιγμή, σαστισμένος από την απόκοσμη ομορφιά της, τη λυπήθηκε. Έσκυψε κοντά της μπερδεμένος.

Εκείνη βρήκε τη δύναμη και τον γρονθοκόπησε, με υπεράνθρωπη δύναμη.

Ο Μιχαήλ προσγειώθηκε άτσαλα κάτω, τρίβοντας τη γνάθο του αποπροσανατολισμένος. Την κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη.

«Επειδή είμαι γυναίκα, με λυπήθηκες;» σύριξε με παραμορφωμένη τη φωνή της και αμέσως το μετάνιωσε, καθώς ο πόνος στο λαρύγγι της έγινε εντονότερος.

Ο Μιχαήλ γέλασε με την καρδιά του. «Όχι δαιμόνισα. Πριν από λίγο μαχόσουν, σαν άντρας. Δεν σε υποτιμώ να είσαι σίγουρη» της επιβεβαίωσε. «Μα θα' ταν κρίμα να μην ξέρω το όνομά σου» είπε στη συνέχεια, κοιτάζοντας μέσα στα διάφανα μάτια της.

Τον κοίταξε με ένα ύφος απροσδιόριστης κενής έκφρασης, κρατώντας ακόμη το πονεμένο λαιμό της. «Χαζός είσαι άγγελε;» πέταξε με τη γυναικεία φωνή της. «Φλερτάρεις τον εχθρό σου;» πέταξε αηδιασμένη.

«Ίσως» είπε με ένα πονηρό χαμόγελο ο Μιχαήλ.

Τα καστανά μάτια του περιπλανήθηκαν γύρω του και διαπίστωσε πως το μέρος πια, δεν θύμιζε πεδίο μάχης, μα φανερά το τέλος της. Έστρεψε το βλέμμα του πάνω στην δαιμόνισα ξανά. «Λοιπόν;» πέταξε με ζωηράδα στη φωνή του.

«Τι λοιπόν;» πέταξε εκείνη, καθώς πατούσε στα πόδια της.

«Το όνομά σου» ζήτησε παιχνιδιάρικα εκείνος.

«Ραχήλ» είπε σιγανά. Άνοιξε τα μεγαλόπρεπα φτερά νυχτερίδας που κοσμούσαν την πλάτη της και χάθηκε στο σκοτάδι του ουρανού.



Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now