Αν και βρικόλακας πλέον η Έλενα, μοιάζει να μην έχει χάσει την ικανότητα που είχε πριν σαν ίντιγο, σαν χαρισματική.
Πιάστηκε και με τα δυό της χέρια από το μπράτσο του Κάι, με το που τα πόδια τους πάτησαν έδαφος. Η βρικολακίσια φύση, της παρείχε περισσότερη δύναμη ώστε να αντιμετωπίσει την οδύνη του οράματος. Το κεφάλι της ήταν ριγμένο προς τα πίσω με τα κόκκινα μάτια της στραμμένα στον ουρανό, όπως τα ματωμένα δάκρυά της έτρεχαν πάνω στα μάγουλά της. Τα δόντια της μυτερά κάτω από τα τραβηγμένα προς τα πάνω χείλη, φανέρωναν την έκσταση μέσα από τον πόνο, που διαπερνούσε τον εγκέφαλό της αρχικά και έπειτα κατηφόριζε προς το υπόλοιπο σώμα της.
Ο Κάι την κρατούσε γερά πάνω του, με αποτέλεσμα για κάποιον ανεξήγητο λόγο μέσα από την επαφή, ηλεκτρικά κύματα απλώνονταν και στο δικό του κορμί. Η αίσθηση δεν ήταν δυσάρεστη, απλά περίεργη. Ο άτρωτος οργανισμός του ήταν ικανός να αντέξει πολλά περισσότερα από ένα αχνό, ηλεκτρικό γαργαλητό.
Από την άλλη η Μία και ο Ντάνιελ παρακολουθούσαν υπομονετικά, σιωπηλοί. Η Μία φυσικά γνώριζε πως η υπόθεση του οράματος αφορούσε το περιβραχιόνιο, που αναζητούσε απεγνωσμένα. Το περιβραχιόνιο που μιλούσε για το παρελθόν της και θα ολοκλήρωνε πλήρως την μεταμόρφωσή της.
Τα μπράτσα του Ντάνιελ ήταν τυλιγμένα γύρω από τη μέση της και το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω στον ώμο της, όπως στεκόταν πίσω της και εισέπνεε λαίμαργα μέσα στα μαλλιά της.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και το κεφάλι της Έλενας έπεσε και πάλι μπροστά. Για μια στιγμή τα μάτια της εστίασαν εκείνα του Κάι με προειδοποίηση, και την αμέσως επόμενη, τα δόντια της βρίσκονταν στο λαιμό του. Τα χείλη της απλωμένα πάνω στο δέρμα του. Κυνόδοντες που τρυπούσαν σάρκα, μυς και φλέβες, μέσα από τις οποίες ρουφούσε το πολύτιμο νέκταρ που της προσέφερε ενέργεια και δύναμη. Αίμα. Το αίμα του αγαπημένου της. Η μια παλάμη της εφάρμοζε πάνω στον σβέρκο του και η άλλη μέσα στα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά του.
Το κράτημά του πάνω της, δεν χαλάρωσε διόλου, το αντίθετο μάλιστα. Σαν να προσπαθούσε να την κάνει ένα με το δικό του σώμα. Τα μάτια του γύρισαν προς τα πίσω, μόνο το ασπράδι των οποίων ήταν διακριτό.
Ο Ντάνιελ είχε βυθισμένο το κεφάλι του στο λαιμό της Μία, ωστόσο για μια στιγμή ύψωσε το βλέμμα του, ώστε να δει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Κάι. Χασκογέλασε με αναγνώριση, επιστρέφοντας στην αρχική του θέση.
«Φτάνει! Θα τον στραγγίσεις! Και δεν έχουμε καμία όρεξη να δούμε ακατάλληλες σκηνές εδώ πέρα!» ξεφώνησε η Μία μετά από αρκετή ώρα, βλέποντας τα χέρια του Κάι να κατεβαίνουν στους γλουτούς της Έλενας.
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του διδύμου του Ραφαήλ, και φάνηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια ώστε να αναγκάσει τα άκρα του να συρθούνε μέχρι της μέση της κοπέλας του ξανά.
«Πιες μωρό μου, μην την ακούς. Πιες να δυναμώσεις. Αντέχω» ψέλλισε βραχνά, σφαλίζοντας τα βλέφαρά του.
Η Έλενα μούγκρισε ευχαριστημένη. Χωρίς να αποσύρει εντελώς το στόμα της από το λαιμό του, απομάκρυνε τους κυνόδοντές της, γλύφοντας τώρα το αίμα που είχε λερώσει το δέρμα του, ταυτόχρονα ρουφώντας το. Η αύρα που τους πλαισίωνε, είχε αποκτήσει ένα έντονο ερωτικό χρώμα, παρατήρησε Μία, που δύσκολα θα ξεθώριαζε.
Η Έλενα φορούσε ένα λευκό αέρινο φόρεμα, πάνω στο οποίο έπεσαν μερικές κόκκινες στάλες, όπως κύλισαν από το πηγούνι στο μπούστο της. Ένα γουργουρητό ακούστηκε μέσα από το στήθος της. Τα μάτια της άνοιξαν ξαφνικά, κι αν δεν ήταν το πρόσωπό της λερωμένο με τις λεπτές, κόκκινες γραμμές που είχαν σχηματιστεί πριν, δεν μαρτυρούσαν ίχνος από το όραμα που είδε. Οι βολβοί ήταν ολόλευκοι, όπως οι κόρες αναζητούσαν τη δημιουργό της, πάνω από τον ώμο της. Ένα στραβό χαμόγελο κοσμούσε τώρα τα χείλη της.
«Ξέρω που είναι... ακριβώς» γουργούρισε με τη χροιά της φωνής της αλλοιωμένη, πράγμα που προειδοποιούσε πως δεν ήταν ανθρώπινο πλάσμα άλλο πια.
«Τέλεια» τραγούδησε τσιριχτά η Μία, χτυπώντας τα δάχτυλά της μεταξύ τους, όπως τα χέρια της ήταν ενωμένα μπροστά της.
Η Έλενα γύρισε προς το μέρος του Κάι ξανά. Ο οποίος με κόπο ανακτούσε τον αυτοέλεγχό του. Απομακρύνθηκε λίγα εκατοστά, με τα χέρια της πάνω στο στέρνο του και ένα πολλά υποσχόμενο βλέμμα.
«Υπομονή» η φωνή της εξακολουθούσε να είχε μια περίεργη βελούδινη χροιά.
Ο Κάι μούγκρισε, ανταποδίδοντας το ίδιο βλέμμα.
Στη ζώνη του λευκού της ενδύματος, είχε ένα μαντίλι στο ίδιο χρώμα. Το τράβηξε φέρνοντάς το κοντά στα χείλη της, και αμέσως εκείνο βάφτηκε κόκκινο. Σκούπισε και τα μάγουλά της, μα κάπου το αίμα είχε ξεραθεί, οπότε τα παράτησε, τοποθετώντας το μαντίλι στη θέση του ξανά.
«Υπάρχει ένα σπήλαιο κάπου εδώ στο βουνό. Δεν ξέρω πως θα φτάσουμε εκεί... ίσως μας οδηγήσει η διαίσθηση. Ξέρω όμως πως φαίνεται από έξω και τι υπάρχει γύρω του, ώστε να είναι καλά κρυμμένο μέσα στη βλάστηση» στράφηκε ξανά στη Μία.
«Πάρα πολύ ωραία» ξεφώνησε η Μία με ενθουσιασμό, στρέφοντας στιγμιαία το βλέμμα της στον αποχαυνωμένο Ντάνιελ, που είχε κολλήσει το σώμα του σαν βδέλλα πάνω της. Η εικόνα την έκανε να κακαρίσει γελώντας. «Τέρας» είπε γελώντας.
«Πάμε;» γύρισε η Μία μπροστά της, τρίβοντας τις παλάμες τις μεταξύ τους.
Αλόχα!! Σας αγαπώ!!!
YOU ARE READING
Επίγεια Κόλαση 1 και 2
FantasyΙθούριελ είναι το όνομά της. Στους εφιάλτες της, το αίμα αντικαθιστά το καθαρό νερό των ποταμών και οι λίμνες βάφονται πορφυρές, προμηνύοντας μάλλον το τέλος του κόσμου ή την καταστροφή του. Αναζητάει την απομόνωση στο πατρικό της, μα και εκεί τη...