Κάτι που δεν έπρεπε να είναι εκεί...

437 73 10
                                    




«Ελάτε» τους πρόσταξε, και προχώρησε.

Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν μέχρι το γραφείο του. Ο Σαχιήλ έκλεισε την βαριά ξύλινη πόρτα πίσω τους. Τόση ώρα η Ιθούριελ έσερνε τα σπαθιά της. Κάπου, κάπου ακουμπούσαν το μαρμάρινο δάπεδο, προκαλώντας ένα τρομακτικό σύρσιμο, που αντηχούσε σε όλο το οίκημα.

Από τα πάνω διαμερίσματα ακούστηκε λίγο πριν κλείσει η πόρτα του γραφείου του Σαχιήλ η βροντερή και θυμωμένη φωνή του Λίο. «Κόφτο, καταντάει σπαστικό! Έχεις θήκες στη ζώνη σου να τα συγκρατούν!»

Η Ιθούριελ ανασήκωσε τους ώμους της, πάνω στους οποίους και τοποθέτησε τα μπιχλιμπίδια της, προσέχοντας μην σκίσει το ύφασμα της μπλούζας της.

Ο Ραφαήλ την κοίταξε και γέλασε σιγανά. Πραγματικά, δεν υπήρχε λόγος να τα κουβαλάει συνέχεια μαζί της, αλλά μάλλον η ίδια δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Κατά κάποιον τρόπο φαινόταν να διασκεδάζει με το παιχνίδι της σπουδαίας πολεμίστριας. Παρόλα αυτά η συμπεριφορά της, ήτανε λιγάκι αστεία.

Το γραφείο του Σαχιήλ, ήταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο, οι τοίχοι του οποίου, δεν είχαν γωνίες και έσμιγαν πάνω από τα κεφάλια τους σχηματίζοντας έναν τρούλο. Οι ίδιο τοίχοι φιλοξενούσαν σκουρόχρωμα, ξύλινα ράφια, που ήταν γεμάτα, φυσικά με βιβλία και κάποια ξύλινα κουτιά με περίτεχνα σχέδια· έως εκεί που οι τοίχοι κύρτωναν και θα ήταν αδύνατο να συγκρατήσουν οτιδήποτε. Ο τρούλος απεικόνιζε μάχη, ενός αγγέλου με άσπρα φτερά και ενός δαίμονα με φτερά νυχτερίδας. Αποτυπώνοντας άψογα τα χαρακτηρίστηκα και την ένταση της μάχης ύψωναν τα τεράστια σπαθιά τους, όπως αντίκρουε ο ένας τον άλλον. Η απεικόνιση ανήκε σε μακρινή εποχή, μιας και φορούσαν χιτώνες, οι οποίοι δεν έκρυβαν, παρά ελάχιστα σημεία των σωμάτων τους.

Το πρόσωπο του αγγέλου φάνηκε ιδιαίτερα γνώριμο στην Ιθούριελ, μα οι σκέψεις της ήταν μπερδεμένες και αδυνατούσε να κάνει τη συγχώνευση του προσώπου και κάποιου ονόματος.

Απέναντι από την πόρτα, που είχαν έρθει, βρισκόταν ένα μεγάλο παράθυρο αποτελούμενο από πολλά μικρά, τετράγωνου σχήματος και κατέληγε πολύ ψηλά σε μια αψίδα· λούζοντας το δωμάτιο με το άπλετο φως της αυγής.

Καθώς το σπίτι ήταν αρκετά παλιό, κάθε δωμάτιο είχε και ένα τζάκι. Στο συγκεκριμένο, το τζάκι ήταν δεξιά του παραθύρου, μαρμάρινο και επιβλητικό, όπως όλα τα άλλα εδώ μέσα βγαλμένο από άλλη εποχή.

Από τα αριστερά και κάπως λοξά τοποθετημένο γέμιζε το χώρο το μαονένιο γραφείο του Σαχιήλ· πίσω από το οποίο και καθόταν αυτή τη στιγμή, σε μια καρέκλα, που δεν ήταν καρέκλα, αλλά θρόνος με χρυσά μπράτσα και πλάτη, ενώ το ύφασμα του ήταν από πετσί κάποιου ζώου, ασπρόμαυρο.

Το ζευγάρι βολεύτηκε σε παρόμοια καθίσματα, μικρότερου μεγέθους από την άλλη πλευρά του γραφείου, φυσικά αφού ο Σαχιήλ τους επέτρεψε.

«Λοιπόν... τι το ξεχωριστό έχει αυτός, που σε έκανε να τον υιοθετήσεις;» ρώτησε ανυπόμονα η κόρη του, κρατώντας τις λαβές από τα σπαθιά της και ακουμπώντας το πιγούνι της πάνω τους, ενώ οι αιχμηρές άκρες τους τρυπούσαν το μαρμάρινο πάτωμα.

Ο Σαχιήλ κοιτούσε την κόρη του, χωρίς να μιλήσει αρχικά, σα να προσπαθούσε να απομνημονεύσει τα χαρακτηριστικά της βαθιά στη μνήμη του, θαυμάζοντας το πλάσμα που είχε φέρει ο ίδιος στον κόσμο.

Χαμογέλασε κάπως θλιμμένα πριν μιλήσει. «Αυτό ακριβώς κόρη μου... καλά το διατύπωσες. Είναι ξεχωριστός και δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης» με φωνή που έμοιαζε βελούδινη, όπως αναφερόταν στον Λίο, φανερώνοντας τα τρυφερά του συναισθήματα απέναντι στο συγκεκριμένο παιδί.

«Ο Λίο, αν και γεννήθηκε με τη μοίρα του να τον προορίζει, να είναι ένα χαρισματικό παιδί. Του προετοίμαζε μια έκπληξη τελικά» άλλη μια παύση, ώστε να ζυγίσει τις αντιδράσεις και των δύο.

«Όταν οι δυνάμεις του εκδηλώθηκαν, την ημέρα των γενεθλίων του, τον βρήκα να διασκεδάζει με τους φίλους του, στην όχθη μιας λίμνης κοντά στο σπίτι του. Ήμουν κρυμμένος ανάμεσα στο φύλλωμα των δέντρων, παρατηρώντας τους από ψηλά. Τα παιδιά λοιπόν έβγαζαν τα ρούχα τους, ώστε να απολαύσουν ένα βραδινό μπάνιο, καθώς είχαν πιεί και έκαναν χαζομάρες... ο Λίο λοιπόν, τράβηξε την μπλούζα του, πάνω από το κεφάλι του και ήταν γυρισμένος πλάτη σε μένα» γέλασε αχνά, με το βλέμμα του χαμένο στην ανάμνηση. «Κόντεψα να πέσω από το δέντρο, βλέποντας αυτό που δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί» το βλέμμα του τώρα ήταν ανήσυχο, μεταξύ του Ραφαήλ και της Ιθούριελ, που τον άκουγαν με προσοχή και αγωνιούσαν να ακούσουν τη συνέχεια.

«Πάνω στις ωμοπλάτες του λοιπόν, δύο μεγάλες ουλές με έκαναν να αναθεωρήσω κάθε τι που γνώριζα μέχρι τότε» είπε με κομμένη την ανάσα και ένα τεράστιο χαμόγελο στόλιζε το εκστασιασμένο πρόσωπό του.

Χεχεχεχεχεχεχεχ

Ουάαααααααααααααααααααα!!!!

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now