Μία ζωή

871 138 23
                                    



Ακούμπησε τα τρεμάμενα γόνατά του στον καναπέ, με την Ιθούριελ στην αγκαλιά του, στην προσπάθεια να ανακτήσει τη πνοή του. «Σ' αγαπώ Ιθούριελ» ψιθύρισε στο αυτί της. Ένας θεός ξέρει πόσο ανάγκη είχε να το πει, από την πρώτη στιγμή που την είδε με σάρκα και οστά, σήμερα το πρωί μπροστά του.

Η Ιθούριελ δεν μίλησε, οι άπειρες ερωτήσεις της επέστρεψαν και της ήταν αδύνατον να επιλέξει μία. Κουλουριάστηκε στο στήθος του, μαζεύοντας τα χέρια της στο δικό της. Η καρδιά του ωρύονταν μέσα στο στήθος του. Τα δάχτυλά του ταξίδευαν στην πλάτη της. Εκείνη ένιωθε ασφαλής μέσα στα χέρια του, κρυμμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. «Μη με εγκαταλείψεις και συ...» ψέλλισε. «Μη με προδώσεις...» συμπλήρωσε με τη φωνή της να τρέμει.

Έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, εστιάζοντας με τα μάτια του έντονα, τα δικά της. «Ποτέ!» της είπε με βραχνή, σταθερή φωνή και περίμενε την αντίδρασή της.

«Γιατί είσαι τόσο πρόθυμος;» τον ρώτησε χαμένη στο βάθος των ματιών του.

«Γιατί σε περίμενα μια ζωή» της ξεφούρνισε.

Εκείνη ξαφνιασμένη πήρε μια κοφτή ανάσα.

«Όσο μεγάλωνα, σε αυτή τη ζωή... από την αρχή με είχαν ενημερώσει για τη φύση μου. Επέτρεψαν στις αισθήσεις μου να αναπτυχθούν σταδιακά και ολοκληρωτικά χωρίς καταπιέσεις. Τα οράματά μου ξεκίνησαν από τότε που ο νους μου, είχε τη δύναμη να επεξεργαστεί τέτοιου είδους πληροφορίες, δηλαδή από πολύ μικρός. Οπότε ήξερα ότι κάποια στιγμή το πεπρωμένο θα με έφερνε κοντά σου. Κατάλαβες;» τη ρώτησε με τον ενθουσιασμό να απλώνεται στα χαρακτηριστικά του.

Η Ιθούριελ αδυνατούσε να φανταστεί τη ζωή της, δίχως τους κανόνες, τις απαγορεύσεις και τα πρέπει. Μια αίσθηση απώλειας την κυρίευσε. Της είχαν στερήσει τη ζωή που ονειρευόταν. Θυμάται να καταπιέζει τα συναισθήματά της. Να καταπιέζει τις ανάγκες της. Να καταπιέζεται να μην κάνει φίλους. Να καταπιέζεται πάντα και να μην αφήνεται ποτέ. Πάντα με το κεφάλι ψηλά, πάντα ψυχρή... Έχεις υψηλή κοινωνική θέση... θυμάται τα λόγια των γονιών της. Για ποιόν λόγο μου το έκαναν αυτό; αναρωτήθηκε.

Το βλέμμα της πλανήθηκε πίσω από την πλάτη του, τα φτερά του ήταν εκεί μαζεμένα, αλλά εκεί, θυμίζοντάς της, πόσο ελεύθερα μπορούσε εκείνος να ζει.

Τέντωσε το χέρι της, επιτρέποντας στα δάχτυλά της να χαθούν μέσα στα πούπουλά τους. Ο Ραφαήλ έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας το χάδι της. Τα φτερά ανταποκρίθηκαν κινούμενα μπροστά, ως που οι άκρες τους, σέρνονταν στην πλάτη της, αγκαλιάζοντάς την. Η θερμότητα που ανέδιδαν ήταν καταπραϋντική. Τη σκέπασαν ολόκληρη και η Ιθούριελ αναστέναξε από την υπέροχη αίσθηση.

«Πάντα θα είναι η ασπίδα σου» είπε ο Ραφαήλ μέσα στα μαλλιά της, ενώ τα δικά του γαργαλούσαν τη μύτη της ευχάριστα.

Σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Οι αφέλειές του σκέπαζαν το μισό πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ολόισια, σαν τα δικά της, με μόνη διαφορά το καστανό ζεστό τους χρώμα. Τα μάτια του ήταν μεγάλα σκούρα και τόσο ζεστά, με πλούσιες βλεφαρίδες να τα πλαισιώνουν. Τα ακροδάχτυλά της κινήθηκαν πάνω στη ράχη της τέλειας μύτης του, τα έντονα ζυγωματικά του, το σαγόνι του. Τα χείλη του ήταν δύσκολο να χαρακτηρίσουν, ήταν απαλά στη υφή, μα μόλις τα άγγιζε γινόταν σκληρά και αισθησιακά.

Τον επεξεργαζόταν για ώρα, επιτρέποντας στο εαυτό της να θαυμάσει το τέλειο δημιούργημα του θεού. Αναρωτήθηκε, αν και ο Ραφαήλ την έβλεπε όπως τον έβλεπε αυτή, σαν κάτι μαγικό, σαν δώρο θεού, σαν... λύτρωση από την φυλακή της.

Τον φίλησε απαλά. Ήθελε να βρίσκεται εκεί στα στιβαρά του μπράτσα για πάντα, δεν επιθυμούσε τίποτε άλλο στον κόσμο πλέον. Μόνο τον Ραφαήλ κοντά της.

Από έξω ακούστηκαν φωνές και ουρλιαχτά. Κάτι που έπεφτε και θρυμματίζονταν, κι άλλες τρομοκρατημένες κραυγές και γδούποι.

«Ντύσου» φώναξε ο Ραφαήλ απότομα και απομακρύνθηκε για να φορέσει τα δικά του ρούχα.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε καθώς το φόρεμά της γλιστρούσε πάνω από του ώμους της. 

Εκείνος στάθηκε ντυμένος πλέον μπροστά της.«Μείνε κοντά μου» της είπε σοβαρά και την έπιασε από το χέρι, σέρνοντας την προστατευτικά από πίσω του, κατευθυνόμενος προς την πόρτα.

Τις γνώμες σας please....

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now