Βοήθησέ με σέ παρακαλώ!!!

487 64 44
                                    

Για τον Λίο, τα όσα συνέβησαν, έμοιαζε να τον πνίγουν. Από τη στιγμή που εγκατέλειψε το θάλαμο όπου ανάρρωνε η Ιθούριελ, είχαν περάσει πολλές ώρες και πραγματικά όλα έμοιαζαν πάρα πολύ ήρεμα, μα ο ίδιος αδυνατούσε, να κατευνάσει την καταιγίδα που μαινόταν μέσα του.

Τα πόδια του κρεμόταν άγαρμπα πάνω από τη κεραμοσκεπή του πυργίσκου. Ο ήλιος κρυμμένος πίσω από διάσπαρτα σύννεφα, κόντευε να παραδώσει τη σκυτάλη στο φεγγάρι. Η θέα που αντίκριζε από εκεί πάνω, ήταν μαγική. Πέρα από τη γειτονιά με τα Βικτωριανά οικήματα, απλωνόταν σε μεγάλη έκταση η μαγική πόλη, γεμάτη κρυμμένα μυστικά και μυστήριο. Αγαπούσε το Λονδίνο, μα του έλειπε και η πατρίδα του. Το Newcastle βρισκόταν πολύ μακριά, μα τώρα που έχει αποκτήσει τα δικά του φτερά, την απόσταση αυτή, θα την έκανε σε λιγότερο από μερικά λεπτά.

Ο Λίο ξεφύσησε κουρασμένα, με τους ώμους του, να γέρνουν, όλο και πιο χαμηλά μπροστά του. «Περισσότερες δυνάμεις, περισσότερες ευθύνες... περισσότεροι μπελάδες» σκεφτόταν.

Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του, το πακέτο με τα τσιγάρα. Τελευταίο μοναχικό τσιγάρο, χτυπιόταν από άκρη σε άκρη, μέσα στο μικρό κουτάκι του. «Μοναχικό, έτοιμο να εκτελέσει το καθήκον του» χαρακτήρισε ο Λίο μέσα στο μυαλό του, τον τελευταίο θανατηφόρο φίλο του. Παρομοίασε το άψυχο αντικείμενο με τον εαυτό του. Όσο περισσότερο κόσμο είχε γύρω του, τόσο πιο μόνος αισθανόταν. «Αν είναι δυνατόν... τι μου λείπει;» ρωτούσε τον εαυτό του. «Τόσο προβληματικός είμαι, γαμώτο;» συλλογιζόταν.

«Ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του» άκουσε μια φωνή και γύρισε το κεφάλι του, προς αναζήτηση της πηγής της. «Εσύ!» πέταξε ο Λίο με τα συναισθήματά του ανάμικτα.

Ο Ραφαήλ επέτρεπε στα τεράστια φτερά του, να τον κρατάνε μετέωρο πίσω από την πλάτη του Λίο. Σε λίγο τα μάζεψε και κρέμασε τα πόδια του πλάι στον άλλον. «Ήθελα να σε ευχαριστήσω» απολογήθηκε ακάλεστος ο Ραφαήλ. «Σε έψαχνα, μα δε σε έβρισκα... και έτσι σκέφτηκα το μέρος που θα ήθελα ο ίδιος να απομονωθώ. Δεν σε αδικώ είναι όμορφα και ήσυχα εδώ» προσπάθησε να αναθερμάνει τη σχέση τους ο άγγελος.

Ο Λίο τον κεραυνοβόλησε με ένα ψυχρό βλέμμα. «Δεν πιστεύω, να θες, να γίνουμε φιλαράκια τώρα;! Και ότι έκανα, δεν το έκανα για σένα... το ξέρεις άλλωστε» πέταξε, γυρνώντας και πάλι μπροστά του. Ο Ραφαήλ έβγαλε το δικό του πακέτο, τοποθετώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του, ενώ ο άλλος φυσούσε τον καπνό, σχηματίζοντας κυκλάκια με το στόμα του.

Ο Ραφαήλ ένευσε πάνω κάτω. «Το ξέρω. Η Ιθούριελ είναι μια γυναίκα που έχει κάψει πολλές καρδιές» χαμογέλασε στη σκέψη. «Και ξέρεις κάτι... δεν είναι τόσο το σώμα της ή το πανέμορφο πρόσωπό της... είναι... όταν την κοιτάς... είναι σα να ξεγυμνώνει την ψυχή σου. Το βλέμμα της σε μαγνητίζει, σε στέλνει σε τρομαχτικά αλλά και τόσο ποθητά μονοπάτια... και την ακολουθείς σαν υπνωτισμένος» είπε με μια ανάσα ο Λίο. Αμέσως γύρισε να κοιτάξει τον Ραφαήλ, μαλώνοντας τον εαυτό του, που άνοιξε το στόμα του.

Ο Ραφαήλ έσφιξε τα δόντια του, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά του. Ο δαίμονας μέσα του χτυπιόταν. «Ήσυχα» πρόσταξε στο άλλο του μισό. «Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή, ότι την αγαπάς» μουρμούρισε αντιθέτως.

«Το όραμα που σου έδειξα... το είδα, το απόγευμα της μέρας που μας επιτέθηκαν. Αυτό σημαίνει, πως το σκουλήκι άλλαξε το μέλλον της» ο Λίο έσφιγγε τις γροθιές του. «Κατάλαβα» είπε ο Ραφαήλ, με τα χαρακτηριστικά του να ξεφεύγουν προς τη δαιμονική του όψη. «Αλλά, πότε θα ξέρουμε τη σωστή μέρα και ώρα;» αναρωτήθηκε ο Ραφαήλ. «Επειδή το βλέπω κάθε μέρα, θα βγάλω κάποια άκρη και θα σε ενημερώσω» του εξήγησε ο Λίο.

Ο Ραφαήλ ένευσε. «Πως είναι η Ιθούριελ;» ενδιαφέρθηκε ο Λίο, στρέφοντας το βλέμμα του πάνω στον άγγελο. «Είναι καλά. Πήγε στο δωμάτιό της. Πολύ καλά θα έλεγα» «Δόξα το θεό» ξεφύσησε ο Λίο.

«Βλέπεις δηλαδή, αυτή τη φριχτή εικόνα... κάθε μέρα;» ο Ραφαήλ δεν άντεχε και μόνο στην ανάμνηση. «Ω ναι» επιβεβαίωσε ο Λίο. «Πως αντέχεις;» ρώτησε πάλι ο Ραφαήλ. «Δεν έχω ιδέα» είπε ο Λίο.

«Εδώ είστε ρε βαμμένα!» πετάχτηκε από το πουθενά ο Κάι. Τα λευκά φτερά του, έστελναν κύματα ψυχρού αέρα πάνω τους. «Τι θες; Πως και άφησες την Έλενα μόνη;» πέταξε με στόμφο ο αδερφός του. «Σκάσε πιά» αντιγύρισε ο Κάι. «Τέλος πάντων, σας θέλει ο Σαχιήλ... κάτι έγινε λέει» τους πληροφόρησε. «Καλά ερχόμαστε, πες του» προτίμησε να μιλήσει ο Λίο, μη αντέχοντας τα αδέρφια να γρυλίζουν ο ένας στον άλλον.

Ο Κάι ένευσε και εξαφανίστηκε.

«Δεν θέλω ακόμη, να το πω στον Σαχιήλ, οπότε βρες και συ τρόπο να προφυλάξεις τις σκέψεις σου» ζήτησε ο Λίο. «Έγινε... αν καταλήξεις κάπου, να με ενημερώσεις» απάντησε ο Ραφαήλ, καθώς σηκωνόταν.

Ο Λίο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Φύγε, θα έρθω σε λίγο. Ο Ραφαήλ δεν μίλησε και αμέσως τον άφησε στη ησυχία του.

«Βοήθησέ με σε παρακαλώ, να βρω μια λύση» παρακάλεσε ο Λίο, στρεφόμενος προς τον ουρανό, με την καρδιά του να γίνεται χίλια κομμάτια στη στιγμή. 

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now