Τώρα Ραχήλ...

390 67 18
                                    

Τα γυμνά κορμιά τους κείτονταν στο έδαφος. Δεν τους ένοιαζε που η θερμοκρασία ήταν υπερβολικά χαμηλή, η υγρασία θα μπορούσε να τρυπά τα αθάνατα κόκκαλά τους, ο παγωμένος αέρας που θερίευε από πάνω τους. Τίποτα.

Τα κορμιά τους ήταν καυτά, δεν τα άγγιζε τίποτα. Δεν τους ένοιαζε τίποτα. Η γη να γύριζε προς την αντίθετη κατεύθυνση, να ήταν η τελευταία τους στιγμή. Τίποτα. Δεν ήξεραν τι θα τους επιφύλασσε η μοίρα και δεν τους ένοιαζε. Είχαν ο ένας τον άλλον, στην αγκαλιά του.

«Μπορώ να πεθάνω τώρα;» είπε με βραχνή φωνή ο Μιχαήλ, έχοντας χωμένο το κεφάλι του στα πλούσια πυρόξανθα μαλλιά της.

Το σπαθί της Ραχήλ υλοποιήθηκε στο χέρι της μαύρο, βγαλμένο ευθύς από τα πυρακτωμένα καζάνια της κολάσεως. Ανέβηκε από πάνω του, φέρνοντας το καυτό μέταλλο στο λαιμό του, με τη λεπίδα να του καίει την επιδερμίδα.

Ο Μιχαήλ δεν φοβήθηκε στιγμή. Αφέθηκε. Την κοίταζε και τη θαύμαζε, μαγεμένος από την ομορφιά της, ενώ χάιδευε τους γλουτούς της, με τους αντίχειρες να πλησιάζουν το επίμαχο σημείο της.

«Σκότωσέ με Ραχήλ, γιατί δεν ξέρω, αν θα μπορέσω να ζήσω μακριά σου» ψέλλισε, κλείνοντας τα μάτια του και φέρνοντας τη λεκάνη της εκεί που την ήθελε.

Η Ραχήλ πίεσε τη λεπίδα βαθύτερα με τα δάκρυά της να ξεχειλίζουν από τα μάτια της. Η δαιμονική της φύση πάλευε με την ανθρώπινη, τόσο έντονα και τόσο σκληρά.

Δύο ρυάκια κυλούσαν στο λαιμό του Μιχαήλ, κόκκινα. Τα χέρια του ήταν πάνω στη μέση της, δίνοντας τον κατάλληλο ρυθμό στην κίνησή τους. «Κάνε το τώρα Ραχήλ» είπε σηκώνοντας το κεφάλι του, βυθίζοντας το σπαθί περισσότερο.

Η Ραχήλ κραύγασε. Ούρλιαξε. Το σπαθί εξαφανίστηκε. Μια βαθιά πληγή στόλιζε τώρα τον λαιμό του Μιχαήλ, το κεφάλι του έπεφτε προς τα πίσω, τα μάτια του γύρισαν ανάποδα.

Η Ραχήλ χτυπιόταν και έκλεγε δυνατά. Έπεσε πάνω του, ενώ συνέχιζε να κουνιέται ακατάπαυστα.

«Δεν μπορώ να το κάνω» ψιθύρισε, βγάζοντας τη διχαλωτή της γλώσσα και γλύφοντας τη πληγή που ανέβλυζε όλο και περισσότερο αίμα. Δεν μπορώ να σκοτώσω, αυτό που τόσο αγαπώ» μουρμούρισε, πριν η γλώσσα της βρεθεί στο αυτί του. «Προτιμώ να πεθάνω, παρά να σε δω νεκρό» συνέχισε.

Ο Μιχαήλ άνοιξε τα μάτια του. Η Ραχήλ είχε πάρει τη μορφή του δαίμονα, με τα κόκκινα μάτια. Τα φτερά της σε όλη την έκτασή τους, κάλυπταν τον ουρανό από πάν τους. «Αν δεν σκοτωθούμε μόνοι μας... θα μας σκοτώσουν οι άλλοι» γρύλισε και επιτέθηκε βίαια στα χείλη της, με τους κοπτήρες της, να του σκίζουν τα χείλη. 

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now