Γευματάκι...

388 52 23
                                    

Η πόρτα πίσω της έκλεισε με δύναμη. Ο Βαρδιήλ είχε το βλέμμα του καρφωμένο σε εκείνο το σημείο για αρκετή ώρα αφότου είχε φύγει. Πλέον ήταν σίγουρος πως κάτι περίεργο συμβαίνει με τη Ραχήλ. Κάτι που δεν μοιράζεται με κανέναν, πράγμα ύποπτο. Την τελευταία φορά που την είδε να ανοίγει τα φτερά της, παρατήρησε πως στη βάση τους είχαν φυτρώσει πούπουλα.

Βάρεσε το χέρι του στο υάλινο τραπέζι, με αποτέλεσμα μικρά θραύσματα να σκορπιστούν σε όλο το σαλόνι. Κάπου έπρεπε να ξεσπάσει. Ήθελε να την ακολουθήσει, όμως δεν μπορούσε. Θα τον εντόπιζε και θα άλλαζε πορεία, όπως είχε κάνει κι άλλες φορές. Στο τέλος είχαν καυγαδίσει και τον είχε διατάξει να μην την παρακολουθήσει ξανά. «Αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, να είσαι σίγουρος θα σε καλέσω.» του είχε πει οργισμένη εγκαταλείποντας την οικία τους.

Ο Βαρδιήλ βρυχήθηκε αποκτώντας την δαιμονική μορφή του. Τα νυχτεριδίσια φτερά του έσπρωξαν με δύναμη τον καναπέ, που συγκρούστηκε με τον τοίχο. Το δέρμα του απέκτησε το μαύρο χρώμα του και τα μάτια του πλημύρισαν με το χρώμα του αίματος, καταπίνοντας κάθε τι αγνό είχε μέσα του.

Υποψιαζόταν πως η καρδιά της Ραχήλ είχε μαλακώσει, πως χτυπούσε για κάποιον άλλον και όχι για τον ίδιο. Με μίσος πλημύρισε η καρδιά του. Οργή και απόγνωση κυρίευαν κάθε κύτταρο του κορμιού του.

«Δεν μπορώ να ζω άλλο κάτω από τη σκιά της» γρύλισε.

Προσγειώθηκε βαριά στον καναπέ κρατώντας τα φτερά του πάνω από το κεφάλι του και κάλυψε το πρόσωπό του με τις παλάμες του, ενώ τα γαμψά του νύχια τρυπούσαν το κρανίο του. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Ήξερε πως είτε έπρεπε να προδώσει τη Ραχήλ, είτε τον βασιλιά της κόλαση και έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο. Η καρδιά μέσα στο στήθος του είχε γίνει χίλια κομμάτια.

Σηκώθηκε απότομα. Δεν άντεχε να παραμένει άπραγος άλλο πια. Άνοιξε την εξώπορτα και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά που οδηγούσαν στη σκεπή του σπιτιού, βούτηξε χωρίς δεύτερη σκέψη στο κενό. Είχε πάρει την απόφασή του. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, γιατί με κάθε τρόπο, ό,τι ήταν αυτό που αποφάσιζε να κάνει.... Θα την πρόδιδε.





Η Ραχήλ απολάμβανε τη θέα πάνω στη Tower Bridge εγκλωβίζοντας μέσα στα χέρια της την κορυφή του ενός από τους πύργους που κοσμούσαν τη γέφυρα. Το νυχτερινό Λονδίνο της σημερινής εποχής την έθλιβε. Υπερβολικά πάρα πολλά φώτα, που δεν κατάφεραν να την κρύψουν από τα αδιάκριτα μάτια των κοινών θνητών. Είχε μαζεμένα τα φτερά της, ένιωθε εκτεθειμένη. Αναπολούσε τις εποχές που δεν υπήρχε ηλεκτροδότηση, ρομαντικές και ασφαλής εποχές. Όπου η μητέρα νύχτα κάλυπτε τα αιματηρά της ίχνη.

Η Ραχήλ έψαχνε για θύματα, έψαχνε να βρει τροφή. Οι κυνόδοντές της τής προκαλούσαν έντονη φαγούρα μέσα στα πρησμένα ούλα της.

Ο αέρας ανακάτευε τις πυρόξανθες μπούκλες της, φέρνοντάς τες μπροστά στο πρόσωπό της. Μέσα από τα μάτια της κανείς, τα έβλεπε όλα κόκκινα. Είχε μέρες να τραφεί και η πείνα παρεμπόδιζε την ορθή της κρίση.

Βούτηξε αστραπιαία στο κενό, αρπάζοντας στα χέρια της έναν μοναχικό μέθυσο. Τον πέταξε στα χαλίκια που στόλιζαν τις όχθες του ποταμού Τάμεση.

Ο δύσμοιρος ανθρωπάκος βογκούσε από τον πόνο που του προκάλεσε η πτώση. Αίμα έτρεχε από τις πληγές που του άνοιξαν οι αιχμηρές πέτρες.

Ένα διαβολικό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπο της Ραχήλ, και οι σουβλεροί κοπτήρες της αντανακλούσαν το θαμπό φως του φεγγαριού. «Γευματάκι» ψιθύρισε η δαιμόνισσα την ώρα που οι σιελογόνοι αδένες της παρήγαγαν όλο και περισσότερο σάλιο.

Όρμισε πάνω του σαν άγριο θηρίο, κατασπαράζοντας τον λαιμό του, ρουφώντας και την τελευταία σταγόνα αίμα που της παρείχε η λεία της.

Όταν ο άνθρωπος ξεψύχησε, εκείνη απομάκρυνε τα δόντια της από το λαιμό του, κοιτάζοντάς τον με αηδία. Σκούπισε τα χείλη της με την αντιστροφή της παλάμης της, καθώς επεξεργαζόταν τη μάσκα τρόμου που είχε παγώσει πια στο πρόσωπο του πτώματος μπρος στα πόδια της.

Στις φλέβες του υπήρχε άφθονη ποσότητα αλκοόλ, που ταξίδευε τώρα στις δικές της φλέβες, ζαλίζοντάς την, προσφέροντάς της λίγες στιγμές χαλάρωσης.

Έριξε μια τελευταία ματιά στο θύμα της, δίχως την παραμικρή υπόνοια λύπης στα χαρακτηριστικά της. Άνοιξε τα πελώρια φτερά της, και διοχετεύοντας αρκετή δύναμη στα πόδια της ώθησε τον εαυτό της προς τα πάνω.



Καθ' όλη τη διάρκεια της άγριας ομορφιάς του γεύματός της, ο Μιχαήλ την παρακολουθούσε από απόσταση εκστασιασμένος. Δεν ήξερε πλέον και ο ίδιος από πότε κάτι τόσο αποτρόπαιο του προκαλούσε δέος. «Μάλλον από τότε που την ερωτεύτηκες μαλάκα» έδωσε ο ίδιος την απάντηση νοερά στον εαυτό του.

Δίχως να χάνει άλλο χρόνο την πήρε στο κατόπι.

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Where stories live. Discover now