Υπομονή...

378 64 24
                                    


Ο Βαρδιήλ είχε πλέον προσγειωθεί στα πόδια του με χάρη. Το σώμα του πήρε την ανθρώπινη μορφή του, αυτή που του επέτρεπε, να περπατά πάνω στη γη, πλάι στους ανθρώπους και να μοιάζει με τους ίδιους. Σαν κατώτερος δαίμονας όμως, δεν ήταν ικανός, να αποκτά ανθρώπινο χρώμα ματιών, ενώ οι κυνόδοντές του, αν και μικροί, πάντα δέσποζαν απειλητικοί.

Χαμογέλασε στον εαυτό του. Οι άνθρωποι, το συγκεκριμένο είδος δαιμόνων το αποκαλούσαν βρικόλακες. Τον γοήτευε η ίδια η λέξη, όσο και η ύπαρξή του.

Ήταν άγγελος κάποτε, τότε στις απαρχές του χρόνου. Τότε που έπεσε μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια του, μαζί με τον Λούσιφερ... τον Αυγερινό.

Την πρώτη χιλιετία του πάνω στη γη, ήταν διοικητής του τάγματος του Αυγερινού, μα η Ραχήλ τον οδήγησε σε μια ακόμη πτώση. Άθελά της βέβαια, αλλά ήταν η αιτία. Από τότε λοιπόν τον είχε πάντα στο πλευρό της. Μια αιωνιότητα στην ουσία.







Η Ραχήλ καθώς ανώτερη, αισθάνθηκε την παρουσία του ακολούθου της, μόλις εκείνος είχε πατήσει το πόδι του στην περιοχή. «Σήκω... ντύσου!» φώναξε πανικόβλητη, σπρώχνοντας τον Μιχαήλ από πάνω της βιαστικά. «Τι έγινε; Τι έπαθες ξαφνικά;» γκρίνιαξε. «Σήκω έρχεται ο Βαρδιήλ» έλεγε την ώρα που περνούσε την μπλούζα, πάνω από το κεφάλι της. «What? Ποιος είναι αυτός;» ο Μιχαήλ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, ωστόσο ακολούθησε τη συμβουλή της, στην προσπάθεια να μαζέψει τα ρούχα του από το έδαφος.

«Ωχου Μιχαήλ... δεν θα σου εξηγήσω τώρα, πρέπει να φύγεις» η φωνή της πρόδιδε την αγανάκτησή της. «Εγώ να φύγω;» πέταξε ο Μιχαήλ, με τα χέρια του να ακουμπάνε το στήθος του, μέσα στα οποία κρατούσε ακόμη τα ρούχα του. «Ραχήλ!» απαίτησε την προσοχή της.

Η Ραχήλ έτρεξε κοντά του, με θλίψη στο πρόσωπό της. «Μιχαήλ, σε παρακαλώ λατρεία μου, μην το κάνεις αυτό τώρα! Ντύσου και φύγε, δεν θέλω να μας δει... έτσι. Πρέπει πρώτα να σκεφτώ τι να κάνω... τι θα κάνουμε από δω και πέρα» παρακάλεσε, μα ο Μιχαήλ ήταν ανένδοτος. Την κοίταζε μπερδεμένος. Έσκυψε φορώντας το παντελόνι του, ενώ εκείνη του φορούσε βιαστικά τη μπλούζα του. «Τόσο εύκολα και γρήγορα θέλεις να με ξεφορτωθείς;» παραπονέθηκε, μα το βλέμμα του ήταν σκληρό πάνω της, κατάλαβε, πως κάτι του έκρυβε. «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να γίνει μάχη σήμερα» η φωνή της έτρεμε, την ώρα που σήκωνε το φερμουάρ του τζιν του, με τα δάχτυλά της να περνάνε ξυστά από την κοιλιά του.

Τα χέρια της σύρθηκαν προς τα πάνω. Τα μάτια της βρήκαν τα δικά του. «Σε παρακαλώ, μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη;» ψέλλισε αδύναμα. «Πότε θα σε ξαναδώ;» είπε μονάχα ο Μιχαήλ, συγκρατώντας τον θυμό του, με πολύ κόπο.

Η έκφρασή του, δεν θύμιζε πλέον αγγελικό προσωπείο. Η Ραχήλ δεν ήθελε να τον πληγώνει, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Χάιδεψε με την αντιστροφή της παλάμης της το μάγουλό του. «Σε τρεις μέρες, την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος... εδώ... εντάξει;» η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και τα χείλη της έτρεμαν. «Μου χρωστάς εξηγήσεις» ο τόνος της φωνής του ήταν σκληρός. Παρόλα αυτά, την άρπαξε από τον σβέρκο και κόλλησε τα χείλη του βίαια πάνω στα δικά της. Το φιλί του, της πήρε την ανάσα, με τη γλώσσα του να διεισδύει μέσα στο στόμα της κτητικά.

«Για να θυμάσαι σε ποιόν πρέπει να γυρίσεις» της είπε. Η Ραχήλ τον κοίταξε με πάθος στα μάτια της και χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς άγγελε, ξέρω καλά τί θα χάσω, αν δεν γυρίσω» αυτό έφερε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη του. «Σ΄αγαπώ Μιχαήλ.. εσύ... αυτό πρέπει να θυμάσαι. Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» συμπλήρωσε. Τα χείλη του ανασηκώθηκαν από τη μια πλευρά αυτάρεσκα.

Δεν μίλησε άλλο. Άρπαξε τις μπότες του, άνοιξε τα φτερά του. Έδωσε ένα τελευταίο πεταχτό φιλί στην αγαπημένη του και εξαφανίστηκε, διαγράφοντας μια πορεία μέσα από τα δέντρα, με ελιγμούς και σβελτάδα, που τα φτερά του τού προσέφεραν.

Η Ραχήλ χάζεψε για λίγο την εντυπωσιακή αποχώρησή του, έπειτα στράφηκε προς διαφορετική κατεύθυνση. Δεν ήθελε ο ακόλουθός της, να τη βρει στο μέρος του εγκλήματος που διέπραξε.

Τον συνάντησε ενώ έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα. Έπεσε σχεδόν πάνω του, λαχανιασμένη. Την έπιασε από τη μέση έγκαιρα, πριν σωριαστεί στο έδαφος.



Ο Μιχαήλ από την άλλη, δεν θα ησύχαζε αν δεν έβλεπε τον Βαρδιήλ με τα ίδια του τα μάτια. Έτσι, ξεγελώντας τη Ραχήλ, τελικά δεν κρατήθηκε από το να μην την ακολουθήσει. Πετούσε από απόσταση, αθόρυβα.

Οι άγγελοι στην παρακολούθηση, είχαν αυτή την υπέροχη ικανότητα, να παραμένουν απαρατήρητοι, διότι εναρμονιζόταν με τη φύση σε αντίθεση με τους δαίμονες, που θεωρούνταν εχθρικά πλάσματα, προς το γήινο περιβάλλον.

Την ώρα που τα χέρια του μελαχρινού άντρα τυλίγονταν γύρω από τη μέση της Ραχήλ, ο Μιχαήλ κόντεψε να πέσει από το δέντρο στο οποίο ήταν αγκιστρωμένος. Η οργή που ξύπνησε μέσα του, κατέκλυσε την ύπαρξή του. «Μην την αγγίζεις απόβρασμα, είναι δική μου» σκέφτηκε. Κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να κρατηθεί στη θέση του, να μην συντρίψει τον δαίμονα με μια κίνηση. «Υπομονή... υπομονή...» είπε από μέσα του, με τα δόντια του να τρίζουν μεταξύ τους.

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Donde viven las historias. Descúbrelo ahora