Σχέδιο...

471 80 9
                                    




«Ναι πατέρα, αυτός ήταν και ο λόγος της σύντομης επιστροφής μου στο Λονδίνο» είπε η Ιθούριελ ανακατεύοντας το κρεμ μπρουλέ, που της είχαν σερβίρει για επιδόρπιο. Το οποίο άρχισε να της φέρνει ανακάτεμα στο στομάχι και το έσπρωξε στην άκρη, ώστε να μην το βλέπει. Ένευσε κοφτά στους υπηρέτες, να το πάρουν μακριά της.

Ο Ραφαήλ με μια κίνηση του καρπού του, πρόσταξε τον σερβιτόρο να μείνει εκεί που είναι. Αν της Ιθούριελ η όρεξη είχε κοπεί, η δική του είχε πάρει αντίθετη πορεία. Είχε φάει το δικό του γλυκό και σειρά είχε εκείνο που η Ιθούριελ αρνήθηκε.

«Σε ακούω Ιθούριελ» ακούστηκε ξανά η φωνή του Σαχιήλ. Εκείνη, ξαφνικά είχε την επιθυμία να επεξεργαστεί τα χαρακτηριστικά του πατέρα της, ψάχνοντας τις ομοιότητες που τους ένωναν.

Μοιράζονταν τα ίδια εκφραστικά γκρίζα μάτια, το σχήμα του προσώπου και την ίδια χλομάδα του δέρματος, μόνο που τα δικά του μαλλιά ήταν σταρένια, καστανόξανθα.

Η μητέρα της από την άλλη είχε μάτια καστανά, μα τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα σαν και της κόρης της. Είχαν τις ίδιες γυναικείες έντονες γωνίες στο πρόσωπο και τα χείλη τους μοιάζανε αρκετά.

Το περίεργο στην όλη εμφάνισή τους όμως, δεν ήταν οι άπειρες ομοιότητες που είχαν μεταξύ τους, αλλά η έλλειψη της εμφάνισης της διαφοράς ηλικίας.

Η Ιθούριελ πρώτη φορά στη ζωή της παρατηρούσε, πόσο νέοι έμοιαζαν οι γονείς της σε σχέση με άλλους συνομήλικούς τους.

Μια ερώτηση την οποία αδυνατούσε να μη εκφράσει, είχε αρχίσει να την βασανίζει. «Είστε όντως γονείς μου ή είναι άλλη μια υποκρισία, που συμβάλει σε όλο το φιάσκο;» πέταξε δίχως να το πολυσκεφτεί.

Ο Ραφαήλ πνίγηκε με την κρέμα που είχε στο στόμα του, αρπάζοντας την μεταξωτή του πετσέτα και φέρνοντάς την κοντά στα χείλη του. Με μάτια ορθάνοιχτα κεραυνοβόλησε την γυναίκα δίπλα του. Σαν να έλεγε, «Έχεις τρελαθεί

Παρόμοια έκφραση είχαν φυσικά και οι γονείς της, μόνο που φανέρωνε περισσότερο σοκ.

Μερικές στιγμές αργότερα και χωρίς να έχει πάρει καμία απάντηση, η Ιθούριελ μίλησε ξανά. «Λοιπόν;» πέταξε ανυπόμονη.

«Ιθούριελ που πήγαν οι τρόποι σου;» κλασική πλέον ερώτηση ενός αριστοκράτη πατέρα προς το παιδί που επαναστατεί. Μα στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει κανένα παιδί καθώς η κόρη του πια, είναι μια ώριμη γυναίκα. Και έχει όλα τα δίκαια του κόσμου, να θέτει τα πιο τρελά ερωτήματα, με τα τόσα που έχει ζήσει μέσα σε δύο μόλις εικοσιτετράωρα.

«Ω, σε παρακαλώ πατέρα, ας περάσουμε στο κυρίως θέμα δίχως περισπασμούς. Μου έχετε κρύψει τόσα πολλά» φώναξε αγανακτισμένη εκείνη, πετώντας την πετσέτα της με νεύρο στο τραπέζι.

«Έχει δίκαιο το παιδί Σαχιήλ. Φαίνεται, να έχει φτάσει η ώρα, που πρέπει να μάθει την αλήθεια» είπε με απαλή σαν χάδι φωνή η μητέρα της, σκεπάζοντας με την παλάμη της τη δική του.

«Να και η φωνή της λογικής» τα λόγια της Ιθούριελ έσταζαν ειρωνεία και πίκρα.

«Εσύ αγαπητέ Ραφαήλ, δεν έχεις να προσθέσεις κάτι;» ρώτησε με την υπόνοια υπονοουμένου ο Σαχιήλ.

Ο Ραφαήλ μέχρι στιγμής απλά παρακολουθούσε, στριφογυρίζοντας το ασημένιο κουταλάκι ανάμεσα στα δάχτυλά του. Τώρα το παράτησε πάνω στην ξύλινη επιφάνια μπροστά του και ακουμπώντας στο ίδιο σημείο τους αγγόνες του και σταυρώνοντας τα χέρια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει.

«Εγώ για να πω την αλήθεια, είμαι το ίδιο περίεργος με την κόρη σας. Έχω ευρύ κύκλο γνωριμιών, μα κανείς δεν κατάφερε, να μου εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο κρύψατε από την κόρη σας την αλήθεια, ως προς την πραγματική της φύση. Μάλιστα μου είναι εντελώς ακατανόητο» δεν είχε τελειώσει φυσικά τον πρόλογό του, μα έπρεπε να επεξεργαστεί πρώτα τις αντιδράσεις από τους συνομιλητές του, ώστε να πάρει θάρρος για τα επόμενα ερωτήματα πλέον, που ήθελε να θέσει. «Και αυτό που επίσης μου κινεί το ενδιαφέρον, είναι ο λόγος για τον οποίο με τόσο κόπο προσπαθείτε, να κρατάτε αποστάσεις από άτομα της φυλής σας, τόσο απομακρυσμένοι και απομονωμένοι από τον πραγματικό σας κύκλο και τόσο στενά συνδεδεμένοι με τον ανθρώπινο. Δεν βγάζει κανένα νόημα σε μένα μια τέτοια συμπεριφορά» ξεστόμισε, πιάνοντας ξανά το κουτάλι στο χέρι του.

Ο Σαχιήλ άρχισε να χαμογελά, έπειτα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

Το κουτάλι που κρατούσε ο Ραφαήλ, σταμάτησε να γυρίζει γύρω από τα δάχτυλά του και η οργή εμφανίστηκε αμέσως στα μαύρα μάτια του, που γυάλιζαν υπερβολικά, κάτω από τον αχνό φωτισμό του χώρου.

Περίμενε υπομονετικά όμως, να σταματήσει ο άλλος το εξοργιστικό του γέλιο.

«Ραφαήλ, Ραφαήλ... όλα αυτά... οφείλονται σε σένα φίλε μου...» έκανε μια μικρή παύση ο Σαχιήλ, ζυγίζοντας την αντίδραση του παλιού φίλου του.

Το συνοφρύωμα του Ραφαήλ πρόδιδε την έκπληξη του, από την απρόσμενη τροπή, που είχαν πάρει τα πράγματα.

«Ναι, ναι, ήταν δικό σου το σχέδιο μικρέ, εξολοκλήρου δικό σου» πέταξε σαν βόμβα ο Σαχιήλ, με ένα σατανικό χαμόγελο, να στολίζει το πρόσωπό του. «Φυσικά και δεν το θυμάσαι» συμπλήρωσε, βλέποντας τα πανικόβλητα μαύρα μάτια του Ραφαήλ, να αναζητούν μέσα στις αναμνήσεις, μανιασμένα σκαλίζοντας τον εγκέφαλό του.

Μάταια, φυσικά και δεν το θυμόταν, φυσικά και δεν είχε ιδέα. Γιατί άραγε;

Επίγεια Κόλαση 1 και 2Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora