Τους χρωστάς

112 14 16
                                    

«Έκανες καλά που ήρθες.» Η Δήμητρα τον επιβραβεύει, μόλις τραβιέται πίσω.

Ο Οδυσσέας σηκώνεται όρθιος, σφίγγοντας τα δόντια. Παρότι τον πόνο του, υπήρχαν κάποια πράγματα που έπρεπε να συζητήσει, με τον ετεροθαλή αδερφό του.

Ο Αντρέας τον πλησιάζει.
«Συλλυπητήρια.» Με δισταγμό, απλώνει το χέρι του, ώστε να αγγίξει τον ώμο του Οδυσσέα.
«Λυπάμαι για το παιδί.» Δεν μπορούσε να μην το αναφέρει.

«Πρέπει να μιλήσουμε εμείς οι δύο.» Του λέει με ψυχρό ύφος, αδιαφορώντας για τα συλλυπητήρια του.

Ο Αντρέας αισθάνεται κάτι σαν απειλή από τον ετεροθαλή αδερφό του. Δεν θέλει να το θίξει τώρα. Προτιμά να τελειώσει πρώτα η κηδεία, και όταν θα μείνουν μόνοι τους, θα τα αναλύσουν όλα.

«Θα είμαι έξω, μαζί με την Μυρτώ.» Τους πληροφορεί, έτοιμος να γυρίσει την πλάτη του.

«Με την ποια;» Ο Οδυσσέας τον πιάνει από το μπράτσο, τραβώντας τον και πάλι πίσω, στην προηγούμενη του θέση.
«Δεν πιστεύω να κουβάλησες την Δρακοπούλου εδώ πέρα;» Συνεχίζει, σμίγοντας έντονα τα φρύδια του.

Το βλέμμα του Αντρέα είναι ψυχρό επάνω στον Οδυσσέα. Η μάνα τους παραμένει σιωπηλός παρατηρητής.

«Την λένε Μυρτώ.» Διορθώνει τον ετεροθαλή αδερφό του.

«Δεν δίνω δεκάρα για το πως την λένε.» Προφέρει, κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα.

«Είσαι με τα καλά σου, Αντρέα;» Τον επιπλήττει η Δήμητρα, δείχνοντας ξεκάθαρα με ποιανού θέση είναι.

Τα δύο αδέρφια μοιράζονται έντονες ματιές μεταξύ τους. Ο Οδυσσέας μοιάζει σαν χείμαρρος, έτοιμος να τα καταστρέψει όλα, χωρίς να υπολογίζει. Ο Αντρέας από την άλλη, είναι σαν ψυχρό παγόβουνο.

«Οδυσσέα!» Εκφωνεί η Δήμητρα, καθώς βλέπει τον μικρότερο γιό της, να προσπερνά με φόρα τον άλλο της γιό. Ο Αντρέας αργεί να αντιδράσει.
«Πήγαινε να τον προλάβεις.» Τον παροτρύνει, δείχνοντας να έχει πιο καθαρό μυαλό. Αμέσως την υπακούει, ακολουθώντας τον έξω από το σπίτι.

Η Μυρτώ και η Βασιλική, έχουν πιάσει ήδη μια γωνιά και συζητάνε, ενώ ο Μιχαήλ στέκεται εκεί, σαν παρατηρητής.

Ο Οδυσσέας πλησιάζει, έχοντας απειλητικές διαθέσεις.
«Τι κάνεις εσύ στο σπίτι μου;» Η φωνή του βγαίνει σταθερή. Η Μυρτώ σηκώνεται από την καρέκλα της, και το ίδιο κάνει και η Βασιλική.
«Σε ρωτάω: τι δουλειάς έχεις εσύ, στο σπίτι μου!» Ανεβάζει σταδιακά τον τόνο του, ανεμίζοντας ταυτόχρονα το χέρι του.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνWhere stories live. Discover now